"Μother!" ή αλλιώς, πώς να πετύχεις την παγκόσμια κατακραυγή

Ελάχιστα έργα από διεθνούς φήμης σκηνοθέτες έχουν επιτύχει αυτό που κατάφερε ο Aronofsky στη νέα του ταινία: να διχάσουν ακόμη και το fan club τους. *Περιέχει spoilers*
Διαβάστηκε φορες
Spoiler Alert: Άμα περιμένετε να διαβάσετε μία ακόμη κακή κριτική για τη συγκεκριμένη ταινία, επισκεφθήκατε λάθος άρθρο. 

Τη φετινή χρονιά ο Darren Aronofsky παρουσίασε στη μεγάλη οθόνη τη νέα του ταινία, η οποία έρχεται 3 χρόνια μετά το "Noah", προϊδεάζοντας από τον τίτλο κιόλας πως επρόκειτο για κάτι πρωτότυπο και διαφορετικό. Προσωπικά, δεν είχε τύχει να ξαναδώ το θαυμαστικό ως σημείο στίξης σε τίτλο χολιγουντιανής ταινίας, την επιλογή του οποίου ο σκηνοθέτης επεξηγεί σε συνέντευξή του. Όμως, το «Mother!» διέθετε κι άλλα χαρακτηριστικά που το μετέτρεψαν σε πολυαναμενόμενο έργο, όπως η συμμετοχή της Jennifer Lawrence και του Javier Bardem, με το βασικό καστ να συμπληρώνεται στους β’ ανδρικό και β’ γυναικείο ρόλους αντίστοιχα, από τους Ed Harris και Michelle Pfeiffer. Ο αμερικάνος σκηνοθέτης, λοιπόν, λάτρης του μεταφυσικού και της υπερβολής, ουσιαστικά παρουσίασε μια βιβλική απεικόνιση της Θεογονίας και των σταδίων που -δυνητικά ή μη- οδηγούν τον άνθρωπο προς την Αποκάλυψη, τοποθετώντας, όμως, ολόκληρη τη δράση εντός των τεσσάρων τοιχών μιας εντυπωσιακής και απόμερης κατοικίας.



Για τις επόμενες παραγράφους, θα αναλωθώ σε μια αρκετά λεπτομερή ανάλυση μιας ιδιαίτερα δυσνόητης και συμβολικής ταινίας, καθώς προσωπικά θεωρώ πως τα ποικίλα, διφορούμενα σημεία της και η δυσκολία στην κατανόηση των ευφάνταστα (ή ακόμη και παραληρηματικά) δομημένων σκηνών της, αποτέλεσαν αφορμή για τον υποβιβασμό του «Mother!». Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο σκηνοθέτης επιδεικνύει τις ορέξεις του για τη διάχυτη υπερβολή και τον οπτικοποιημένο σουρεαλισμό της ταινίας του, αν και για κάποιον που γνωρίζει την Αγία Γραφή και τον μεταφυσικό τρόπο παρουσίασης της Δημιουργίας και των λοιπών κεφαλαίων, ο σουρεαλισμός φάνταζε τουλάχιστον ταιριαστός. Από ένα φλεγόμενο πορτραίτο μιας γυναίκας, λοιπόν, η κάμερα στρέφεται στον Javier Bardem, ο οποίος με περίσσεια προσοχή τοποθετεί έναν κρύσταλλο - ζωοδόχο δύναμη, στη μεταλλική βάση του και την επόμενη στιγμή η κατακαμένη έπαυλή του «ανασταίνεται» και μαζί της ζωντανεύει μια γυναίκα, η Jennifer Lawrenceσύζυγός του.

Όλα δείχνουν να ρέουν ήρεμα και γαλήνια για το μοναχικό ζευγάρι, μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ο Ed Harris ως ένας περιπλανώμενος άντρας που ψάχνει καταφύγιο. Ο οικοδεσπότης τον καλοδέχεται στο σπίτι του, σε αντίθεση με τη νεαρή γυναίκα του. Βασικό στοιχείο στην κατανόηση της ταυτότητας του αντρόγυνου αποτελεί η απουσία ονομάτων, με τον άντρα να αποκαλείται Ποιητής και Δημιουργός, ενώ τη γυναίκα Μητέρα ή Εκείνη. Τα πολυάριθμα πλάνα στο πρόσωπο της Lawrence και η καταγραφή της εξελισσόμενης ψυχολογικής της κατάστασης, σηματοδοτούσαν τον πρωταγωνιστικό, θηλυκό χαρακτήρα αυτού του βιβλικού δράματος.



Το αντρόγυνο σύντομα ταυτοποιείται, καθώς ο ερχομός της γυναίκας του άγνωστου επισκέπτη, μιας γυναίκας πληθωρικής, έντονα περίεργης, πονηρής, σαγηνευτικής και δίχως ίχνος σεβασμού για τη φιλοξενία (Michelle Pfeiffer), αποτελεί εφαλτήριο των καταστροφών που θα ακολουθήσουν. Επιπλέον, η φράση της Lawrence προς την άγνωστη επισκέπτρια ως προς την ανάπλαση του σπιτιού, που επιμελείται μόνη της, «Περνάμε όλη μας τη μέρα εδώ. Θέλω να το κάνω Παράδεισο» δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την παρομοίωση του αντρόγυνου με Θεό και Μητέρα Φύση, με τους επισκέπτες να εμφανίζονται ως σύγχρονοι Αδάμ και Εύα. Η ξαφνική εμφάνιση, κιόλας, των δύο παιδιών του απρόσκλητου ζευγαριού ως άλλοι Κάιν και Άβελ, υπογράφει τη συγκεκριμένη αλληγορία.

Έχοντας, λοιπόν, κατανοήσει τις ταυτότητες των πρωταγωνιστών, τα γεγονότα που ακολουθούν απορρέουν από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, με τον Κάιν να σκοτώνει τον Άβελ και μετά να χάνεται στην έρημο και τον κόσμο να κατακλύζει το σπίτι με αφορμή την κηδεία του νεκρού αγοριού. Το σημείο στο οποίο το σπίτι αδειάζει ξανά, αποτέλεσε στα μάτια μου μια ιδιαίτερα όμορφη αλληγορία της μεγάλης πλημμύρας των καιρών του Νώε, συμβολικά απεικονισμένη απ’ τη διάλυση του νεροχύτη του σπιτιού, εξαιτίας των ασεβών επισκεπτών, και το τρύπημα των σωληνώσεων ύδρευσης.



Η πολυεπίπεδη καταστροφή της οικείας παρομοιάζεται με πληγή ή καρκίνωμα στο δάπεδο του δωματίου που προορίζεται για το μωρό, το οποίο η Μητέρα ανυπομονεί να αποκτήσει. Όμως, η ίδια επιλέγει πρώτα να τελειοποιήσει τον Παράδεισό τους, ενάντια στην καταστροφική διαδικασία των προσκεκλημένων απ’ τον άντρα της ανθρώπων, και έπειτα να αρχίσει τις προσπάθειες για τεκνοποίηση. Σε γενικότερο πλαίσιο, το δίπολο Θεός-Φύση αναπαριστάται από έναν ματαιόδοξο, ονειροπόλο και αγωνιώδη κυνηγό έμπνευσης σε κοντράστ με τη γυναικεία οντότητα που αποζητά απεγνωσμένα τη μοναδικότητα και την ανυπαρξία άλλων πλασμάτων γύρω από τον Δημιουργό της. Είναι εντυπωσιακό πως ο Aronofsky επιλέγει να τοποθετήσει τη στιγμή της σύλληψης αμέσως μετά την πλημμύρα και εν συνεχεία την επανεμφάνιση της έμπνευσης του Ποιητή, ο οποίος μαθαίνοντας για την εγκυμοσύνη, ξεκινάει να γράφει και πάλι. Σύντομα, το νέο του βιβλίο ολοκληρώνεται και μόλις ο Θεός προσφέρει στη Φύση τη δυνατότητα να διαβάσει πρώτη το κείμενό του, εκείνη, με δάκρυα στα μάτια και με θαυμασμό προς τον άντρα της, συνειδητοποιεί πως η στιγμή που θα τον χάσει για πάντα, λόγω της επικείμενης δοξασίας του, πλησιάζει.

Από το σημείο αυτό και μετά ο θεατής παίρνει θέση στο ντελιριακό τρενάκι του τρόμου που αδημονεί να τον οδηγήσει, σε fast forward, προς το Grande Finale. Με τη Θεία Γέννηση προ των πυλών, πλήθος κόσμου μαζεύεται από κάθε γωνιά για να παρακολουθήσει το κοσμοϊστορικό γεγονός. Η κατοικία του αντρόγυνου γεμίζει με θαυμαστές του Θεού, οι οποίοι επιδίδονται σε διάφορες καταστροφές με τη Μητέρα Φύση να τρέχει, έγκυος και πανικόβλητη, από δωμάτιο σε δωμάτιο εκλιπαρώντας τους να λυπηθούν τον Παράδεισό της. Οι αιώνες εναλλάσσονται ταχύτατα με το σπίτι να γίνεται κλαμπ, εμπόλεμη ζώνη, χώρος σύγκρουσης πολιτών-αστυνομίας και μέσα σε λίγα καρέ να παρουσιάζεται ολόκληρη η ανθρώπινη θηριωδία εις βάρος της δανεικής κατοικίας που μας προσφέρθηκε. Τελικά η γυναίκα επιλέγει να τερματίσει τη ζωή της, αφού το πλήθος σκοτώνει το ίδιο της το παιδί στο όνομα κάποιας σαδιστικής πίστης, δημιουργώντας μια τεράστια πυρκαγιά που καταστρέφει τα πάντα επιστρέφοντας τον Παράδεισο (ή Πλανήτη Γη!) στην πρότερη κατάστασή του.



Δεν είναι τυχαίο το ότι έκανα μία τόσο λεπτομερή αποδελτίωση της ταινίας, όπως προανέφερα, καθώς στα μάτια μου η συγκεκριμένη παρομοίωση είναι απόλυτα επιτυχημένη και ευφάνταστη. Τα νοήματα και οι εξηγήσεις της ταινίας ποικίλουν και σίγουρα επιδέχονται πολύωρες συζητήσεις. Στην τελευταία σκηνή του ζευγαριού, ο Θεός ζητά συγγνώμη από τη σχεδόν νεκρή γυναίκα του, απολογούμενος για τα λάθη του, δείχνοντας ίσως έτσι την ανθρώπινη πτυχή του. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο ίδιος ο Θεός μοιάζει φυλακισμένος σε ένα αέναο κυνήγι δόξας και εφήμερης δημιουργίας. Επιπλέον, το κοινωνικό σχόλιο της καταστροφής της Γης στο βωμό της αναδιαμόρφωσης και του ανθρώπινου αποτυπώματος που ο όχλος αισθάνεται πως πρέπει να αφήσει, εμπεριέχεται σχεδόν σε κάθε σκηνή του δεύτερου μισού της ταινίας.

Φυσικά, δε θα μπορούσα να μην παραθέσω μερικές γραμμές για τις πολύ καλές ερμηνείες των τεσσάρων βασικών ηθοποιών. Η Jennifer Lawrence απέδειξε για μια ακόμη φορά πως μπορεί να «τσαλακωθεί», εμφανίζοντας και μια πλευρά της έντονα συναισθηματική, σ' έναν ρόλο - πρόκληση καθώς η προσέγγιση μιας αλληγορικά δημιουργημένης οντότητας, όπως η Μητέρα Φύση, σίγουρα δεν αποτελεί κάτι απλό. Ο Javier Bardem απ' την άλλη, με μια φωνή βαριά και ηρεμιστική, υποδύθηκε τον Θεό ως άνθρωπο και το κατάφερε. Τέλος, το ζευγάρι των απρόσκλητων επισκεπτών, δηλαδή της Michelle Pfeiffer και του Ed Harris δημιούργησαν το απαραίτητο αντιφατικό δίδυμο σε σχέση με τους οικοδεσπότες, ώστε διαμέσου της έντονης αντίθεσης, να είναι απόλυτα διακριτοί οι ρόλοι και τα συναισθήματα των τεσσάρων πρωταγωνιστών. 

Εν κατακλείδι, αν και η συγκεκριμένη ταινία κατακρίθηκε όσο καμία άλλη φέτος, για μένα ο Aronofsky παρουσίασε κάποιες αλήθειες που σίγουρα ξενίζουν τον θεατή. Η συνειδητοποίηση της καταστροφής που εμείς οι ίδιοι επιφέραμε στη φύση, ο πιθανός ανθρώπινος χαρακτήρας του Θεού με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ο άκριτος θρησκευτικός προσηλυτισμός και η επιλογή της αυτοπυρπόλησης ενάντια στη ραγδαία πτώση και παρακμή, αποτελούν μερικές από αυτές. Σίγουρα η ταινία γυρίστηκε έτσι ώστε να διχάσει κοινό και κριτικούς, αλλά και να εκσυγχρονίσει τα βιβλικά γεγονότα. Χαρακτηρισμοί, όμως, όπως «Η χειρότερη ταινία του αιώνα» φαντάζουν αστείοι και επιτηδευμένοι. Το «Mother!»  δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα κάρο άλλα καλλιτεχνικά έργα σε τομείς όπως η ζωγραφική, η λογοτεχνία ή ακόμη και η μουσική και η ποίηση, όπου το φαντασιακό στοιχείο και η επιστημονική φαντασία συναντούν τις θρησκευτικές αφηγήσεις (που είναι και της μόδας τώρα τελευταία). Ίσως η κινηματογραφική ταυτότητα του συγκεκριμένου καλλιτεχνικού προϊόντος του Darren Aronofsky να αποτελεί το αγκάθι, καθώς σε κάποια άλλη μορφή τέχνης ή με την υπογραφή κάποιου πιο νέου κινηματογραφιστή, το «Mother!» να θεωρούνταν έπος, χωρίς όμως η αιτιολόγηση της τόσο έντονης κατακραυγής να μοιάζει ευκολονόητη και δικαιολογημένη. Η απουσία της ταινίας απ' τα Όσκαρ αποτελεί ένα ακόμη διαπιστευτήριο της τραγικά χαμηλής θετικής απήχησής της, αδίκως κατ’ εμέ.



Ταυτότητα Ταινίας

Σκηνοθεσία - Σενάριο: Darren Aronofsky

Παίζουν: Jennifer Lawrence, Javier Bardem, Ed Harris, Michelle Pfeiffer 

Εισπράξεις: 44,5 εκατομμύρια USD

Υποψηφιότητες: Χρυσός Λέων, Βραβείο Empire Καλύτερης ταινίας τρόμου, Κύπελλο Βόλπι Καλύτερης ηθοποιού, Κύπελλο Βόλπι Καλύτερου ηθοποιού, Ειδικό Βραβείο επιτροπής του Φεστιβάλ της Βενετίας, Βραβείο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι Καλύτερου νεαρού ηθοποιού, Βραβείο Φεστιβάλ της Βενετίας Καλύτερου σεναρίου, Venice Film Festival Green Drop Award, Αργυρός Λέων Καλύτερου σκηνοθέτη


Αξιολόγηση ταινίας
Βαθμός ταινίας
8,8 / 10 (σε 18 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα