Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Μιλήσαμε με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο για το νέο του μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα»

«Νιώθω καθαρόαιμη ευγνωμοσύνη απέναντι σε όσους λατρεύουν τη δουλειά μου, αλλά φαντάζομαι ότι θα έγραφα ακόμη κι αν δεν με διάβαζε ψυχή».
Διαβάστηκε φορες
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα, όπου σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία. Έζησε για ένα χρόνο στη Σουηδία (1980-1981) και για μισό περίπου χρόνο στις HΠA ως υπότροφος του International Writing Program (1984). 

Πρωτοεμφανίστηκε το 1979 με το βιβλίο «Κομματάκια». Το μυθιστόρημά του «O εργένης» (1993) μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα «Διόδια» (1982) και διηγήματα από τα «Κομματάκια» και τις «Έμμονες ιδέες» (1995) στην τηλεόραση. Σε θεατρικά έργα διασκευάστηκαν: μία από τις «Ιστορίες της Λίμνης» (2011), «Η επινόηση της πραγματικότητας» (2003), ο «Μαύρος γάμος» (2001) και η «Λούλα» (1997). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» (2018), ενώ επίκειται η έκδοση της αλληλογραφίας του με τον Μένη Κουμανταρέα, με τον τίτλο «Εξομολόγηση και μαθητεία». Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος έχει ακόμη γράψει το σενάριο της ταινίας «H φανέλα με το εννιά» και της τηλεταινίας «O μικρός ηλεκτρολόγος» και έχει διασκευάσει για το θέατρο το «Παραμύθι χωρίς όνομα».


Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» από τις εκδόσεις Κέδρος μιλήσαμε για λογοτεχνία και όχι μόνο.

Ποιόν/α συγγραφέα είχατε ως πρότυπο όταν πρωτοξεκίνησατε να γράφετε;

Υποθέτω τους δύο συγγραφείς που θαύμαζα και είχα μέχρι τότε ξεκοκαλίσει: τον Ιούλιο Βερν και τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο τελευταίος παραμένει ανεξίτηλη και ασυναγώνιστη λογοτεχνική μου αγάπη.

Πόσο μεγάλη συγγραφική απόσταση έχει το Περιστέρι των αρχών της δεκαετίας του 1980 από το Μαρούσι του τέλους της δεκαετίας του 2010;

Εν μέρει τεράστια. Και εν μέρει ελάχιστη. Η ίδια ψυχή γράφει, όσο κι αν έχει ωριμάσει. Ως προς το ύφος, η γραφή μου έγινε πιο περίπλοκη και μόνο με την έννοια ότι χρησιμοποιώ πιο μακροπερίοδες φράσεις. Ως προς το περιεχόμενο, ίσως φτάνω σε μεγαλύτερο βάθος. Ωστόσο, κάπου ζηλεύω τον αρχάριο εαυτό μου. Για την εκφραστική λιτότητα και απλότητα του παρελθόντος (όσο κι αν κάτι τέτοιο οφειλόταν σε αβεβαιότητα και αδυναμία). Και μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως η επιφάνεια (όχι η γυαλιστερή, μιας εντυπωσιοθηρικής φαντασμαγορίας) είναι ουσιαστικότερη και πολύ πιο έντιμη από το (σκοτεινών αποχρώσεων και λαβυρινθώδες) βάθος.

Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα
Με φόντο την Αθήνα της κρίσης, ο Μίμης Αποστολάκης, ο ήρωας του νέου σας μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα», κατέχει την δύναμη της «πυροκίνησης». Μιλήστε μας λίγο για αυτό. Σίγουρα υπάρχουν επιρροές από την αμερικανική λογοτεχνία του φανταστικού.

Η διάσταση του φανταστικού στον «Άνθρωπο που έκαψε την Ελλάδα» έρχεται σε αντιπαράθεση με την πολιτική διάστασή του. Με αποτέλεσμα, την παρωδιακή όψη του βιβλίου. Συνήθως, η λογοτεχνία του φανταστικού, όχι μόνο στις ΗΠΑ, παίρνει παρόμοιες παραφυσικές ικανότητες μόνο στα σοβαρά. Αντιθέτως, στη χώρα μας, όπου κυβερνά «ο ήλιος ο ηλιάτορας», θα πρέπει να είναι κανείς «ψεκασμένος», για να μη χαμογελάσει ακούγοντας να μιλούν για «πυρογένεση / πυροκίνηση». Με άλλα λόγια, η ικανότητα να βάζει κανείς φωτιά με τη δύναμη της ψυχής του χρησιμοποιείται μεταφορικά στο μυθιστόρημά μου. Ποιητική αδεία, θα λέγαμε. Σχεδόν κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να της δώσει και μια άλλη ερμηνεία. Ως γνωστόν, τα λογοτεχνικά έργα είναι καθρέφτες και μέσα σ’ αυτά αντικατοπτρίζονται οι αναγνώστες. Όσο για τη δική μου ερμηνεία, ο αρχικά άνεργος και στη συνέχεια άστεγος πρωταγωνιστής μου βάζει φωτιά σε υπουργεία, εφορίες, κανάλια κ.λ.π. πυροδοτώντας μια πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση. Μοιάζει με προσωποποιημένο συλλογικό υποκείμενο, που υλοποιεί ό,τι δεν έγινε ποτέ πραγματικά, εν μέρει εκτονώνοντάς το και εν μέρει εξορκίζοντάς το. Ενσαρκώνει φόβους, αλλά και επιθυμίες πολλών ανθρώπων γύρω μου, όλα όσα διαισθάνθηκα στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.

Έχετε δεχθεί αρνητική κριτική για αρκετά από τα έργα σας ―«Εργένης», «Λούλα», «Λεσβία»―. Παρόλα αυτά, ανήκετε στους συγγραφείς που κάνουν σχετικά καλές πωλήσεις. Μήπως πρέπει να είμαστε κριτικοί απέναντι στους… κριτικούς;

Σαράντα χρόνια που δημοσιεύω έχω εισπράξει εξαιρετικά εγκωμιαστικές κριτικές, σαφώς περισσότερες από τις αρνητικές. Ακόμη κι από κριτικούς που κατά καιρούς κατέκριναν άλλα έργα μου. Τη «Λεσβία», η κριτική την αντιμετώπισε σχεδόν ομόφωνα με επαίνους. Για τη «Λούλα», ο Παπαγιώργης δήλωσε ότι με βιβλία σαν κι αυτήν «μια γενιά μπορεί να δείξει τα δόντια της», και ο Κουμανταρέας της αφιέρωσε ένα ολόκληρο κομμάτι του βιβλίου του «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα». Ο Νόλλας μίλησε σε ένα κριτικό σημείωμά του για την «ακραία μαεστρία» με την οποία είναι γραμμένος «Ο εργένης», και ο ποιοτικός Νίκος Παναγιωτόπουλος τον αγάπησε τόσο, ώστε να τον μεταφέρει με εισπρακτική επιτυχία στον κινηματογράφο. Οι κριτικοί, όπως και οι συγγραφείς, κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Πότε αστοχούν, πότε πετυχαίνουν διάνα, ενώ ο καλύτερος κριτής όλων μας παραμένει ο χρόνος. Για τις «σχετικά καλές πωλήσεις», που λέτε, δεν φτάνω ούτε στο νυχάκι των γυναικών συναδέλφων μου που γράφουν αισθηματικά ή των ανδρών που παράγουν ιστορικά μυθιστορήματα. Είχα πάντα ένα μικρό, φανατικό αναγνωστικό κοινό, που εκδηλώνει ανυπομονησία για το επόμενο βιβλίο μου, πράγμα που θεωρώ μεγάλη εύνοια της τύχης. Στην πραγματικότητα, νιώθω καθαρόαιμη ευγνωμοσύνη απέναντι σε όσους λατρεύουν τη δουλειά μου, αλλά φαντάζομαι ότι θα έγραφα ακόμη κι αν δεν με διάβαζε ψυχή.

Τι προτιμάτε λογοτεχνική αναγνώριση ή εμπορική επιτυχία (Best Seller);

(Χαμογελάει) Μολονότι κάτι τέτοιο είναι σπάνιο, ευχής έργον θα ήταν να έχει κανείς και τα δύο. Ως επί το πλείστον, τα σημαντικά βιβλία απολαμβάνουν μόνο ένα από τα δύο: είτε την εκτίμηση των ειδικών είτε την αγάπη του κοινού. Το μεγάλο ερώτημα είναι: τι γίνεται σήμερα που οι πάντες ομολογούν ότι ζούμε σε συνθήκες απόλυτης παρακμής; Μήπως πέφτει έξω το γούστο και της ελίτ και των μαζών; Ή, αλλιώς, πώς ξεχωρίζουμε ένα σπουδαίο έργο, σε μια εποχή όπου, όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, ζούμε τον «θρίαμβο της ασημαντότητας»;



Ο Έλληνας και το βιβλίο. Είναι πονεμένη ιστορία;

Οι Νεοέλληνες δεν πολυδιαβάζουν, αυτό είναι πασίγνωστο. Πρόκειται για μια συμπεριφορά που έχει καλές και κακές όψεις, παρότι ο χώρος του βιβλίου την απορρίπτει μετά βδελυγμίας. Ένας λαός που δεν πολυδιαβάζει έχει πιο άμεση, πιο έντονη, πιο θερμή σχέση με τη ζωή. Και, ταυτόχρονα, ένας τέτοιος λαός είναι επιρρεπής σε επιλογές υποταγμένες στο θυμικό και λιγότερο συνετές. Είναι περισσότερο παρορμητικός και τρικυμιώδης κι έχει κοντή μνήμη. Από την άλλη, ο ίδιος αυτός λαός μπορεί, κάποτε, να σε εκπλήξει με τη δοτικότητά του και με την έλλειψη εγωισμού που τον διακρίνει, με τη διάθεσή του για φιλοξενία και αλληλεγγύη, γενικότερα με τα θετικά συναισθηματικά του αποθέματα. Περιττό να προσθέσω ότι διανύουμε μια χρονική περίοδο που τα αρνητικά στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας υπερισχύουν.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή ή στην καριέρα σας;

Τα σημαντικότερα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή μπορεί, κάποια στιγμή, να μας φανεί ότι αποτελούν και τα μεγαλύτερα λάθη μας και να νομίζουμε ότι κακώς τα επιλέξαμε. (Τα λιγότερο σημαντικά δεν έχουν ποτέ αυτό το προνόμιο!) Όμως, πρόκειται για φευγαλέα εντύπωση, που οφείλεται συνήθως σε λιποψυχία και σε παροδική έλλειψη αυτοπεποίθησης. Τα σημαντικότερα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, κι ας νομίζουμε συχνά το ακριβώς αντίθετο, στο βάθος δεν τα επιλέγουμε, αλλά μας επιλέγουν.

Μια ερώτηση που θα θέλατε πολύ να απαντήσετε και που ποτέ δεν έγινε;

Δεν μου έρχεται κάποια στο μυαλό αυτή τη στιγμή, ίσως και επειδή στις συνεντεύξεις μου δράττομαι συχνά της ευκαιρίας να μιλήσω ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν με ρωτάνε. Εν ολίγοις, ουδέποτε ένιωσα φιμωμένος.



Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 2 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα