Screenshot 2021 09 04 at 9

Μια χειραψία είκοσι πέντε ετών

Μιαν ανάμνηση θα γράψω κι εγώ, από τις πολλές που έχω, σχετικά με τον Μίκη Θεοδωράκη. Επιτρέψτε μου.

Διαβάστηκε φορες

Μέρες σωπαίνω. Από την Πέμπτη, δηλαδή. Κι όσο σωπαίνω, τόσο δεν σταματώ να ακούω τραγούδια και μουσικές του. Και τον ίδιο, φυσικά, να ερμηνεύει με τον τόσο ξεχωριστό και χαρακτηριστικό του τρόπο. Σκέφτομαι: πόσα τραγούδια θα έλεγε καλύτερα (εκφραστικότερα) κι από τους (σπουδαίους, συνήθως) ερμηνευτές του. 

Δεν έχουν σημασία τα πολλά λόγια. Δεν έχει σημασία τίποτε άλλο από το καλλιτεχνικό και το ανθρώπινο αποτύπωμα του Μίκη Θεοδωράκη που μετατρέπεται σε ανάμνηση, πια, και εξ αυτής συγκίνηση.

Μιαν ανάμνησή μου θέλω να μοιραστώ μαζί σας, κυρίως γιατί έγινε σε χρόνια άδολα, σχεδόν εφηβικά, που σίγουρα περιέχουν περισσότερη αλήθεια από εκείνες των ενηλίκων που - ενδεχομένως - κρύβουν ταπεινότερα κίνητρα.

Το 1996, στο Καλλιμάρμαρο, ο Μίκης Θεοδωράκης γιόρτασε τα εβδομηκοστά γενέθλια του με (τι άλλο;) μια συναυλία. Στη συναυλία αυτή συμμετείχαν τόσοι πολλοί και σπουδαίοι τραγουδιστές, που ευκολότερο είναι να αναφέρω όσους δεν ήσαν παρόντες, παρά εκείνους που βρέθηκαν στη σκηνή για να ερμηνεύσουν και να ευχηθούν (δεν ξεχνώ πως, εκείνη τη βραδιά, ο Διονύσης Τσακνής ήταν ο μόνος που ευχήθηκε στο Μίκη Θεοδωράκη στον πληθυντικό).

Ήμουν σχεδόν ανήλικος ακόμα, σπουδαστής μουσικολογίας στο πρώτο έτος, παιδί των ωδείων και των μουσικών σχολείων. Είχα τραγουδήσει τα μεγάλα του τραγούδια στις χορωδίες του δημοτικού, του γυμνασίου και του λυκείου και ήμουν έτοιμος να τον μελετήσω και στα αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου. Κι είχα έναν καημό: να του σφίξω το χέρι. Το χέρι αυτό, που στο παιδικό μου μυαλό, σκάρωνε «κουκκίδες» στο πεντάγραμμο. Κουκκίδες που γεννούσαν το «Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά», το «Μάνα Μου Και Παναγιά», το «Το Ψωμί Είναι Στο Τραπέζι», τον «Επιβάτη» κ.ο.κ.

Θα έκανα τα αδύνατα - δυνατά να το πετύχω. Μόλις τελείωσε η συναυλία, έτρεξα μαζί με τον φίλο μου τον Κυριάκο στην έξοδο του σταδίου. Ακροβολιστήκαμε και περιμέναμε. Πιτσιρικάδες, θρασείς (και ντροπαλοί συνάμα) τσόγλανοι. Αφού το στάδιο άδειασε σχεδόν, να σου ο «ψηλός» με τους ανθρώπους του να περπατά προς την έξοδο. Αν θυμάμαι καλά, πρώτος τόλμησε ο Κυριάκος. Και τα κατάφερε. 

Ντράπηκα. Είπα να μην προσπαθήσω. Αλλά... όχι. Ποιος να το περίμενε; Ο «χέστης» Γιωργάκης πήρε μια βαθιά ανάσα και έτρεξε προς τον «ψηλό». Ναι, τα κατάφερα. Πήγε να σπάσει η καρδιά μου, αλλά του έσφιξα το χέρι. Το θυμάμαι με έναν κόμπο στο λαιμό απόψε που σας γράφω. Ήταν μια μικρή νίκη για μένα (και για τον Κυριάκο - και για τους δυο μας, είμαι βέβαιος πως θα το θυμάται κι εκείνος).

Δεν θα γράψω περισσότερα. Ποιος είμαι εγώ να πω για το πόσο σημαντικός ήταν, είναι και θα είναι. 

Μια τελευταία κουβέντα θα πω (που με πονάει, αλλά είναι αλήθεια, στο λόγο μου): το χέρι του πατέρα μου δεν το έσφιξα ποτέ. Δεν πρόλαβα. Έσφιξα, όμως, κάποτε στην παλάμη μου, το χέρι του Μίκη Θεοδωράκη.

Διαβάστε ακόμα