φανης

Ο Φάνης Σακελλαρίου μάς συστήνει την εικαστική performance Homeward

Ο Φάνης Σακελλαρίου υπογράφει τo project Homeward και μας εξηγεί περί τίνος πρόκειται.

Διαβάστηκε φορες

Είναι μεγάλη χαρά για το MixGrill να συνομιλεί με ενδιαφέροντες ανθρώπους που έχουν να πουν πολλά όχι μόνο με τον λόγο τους αλλά κυρίως με τα έργα τους. Έναν τέτοιον άνθρωπο φιλοξενούμε σήμερα. Με αφορμή την εικαστική performance Homeward, την οποία θα έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης έως τις 12 Μαρτίου, ο Φάνης Σακελλαρίου μάς συστήνεται και μας μιλά για τη δουλειά του.

M.G.: Φάνη, χαίρομαι που έχουμε τη δυνατότητα να τα πούμε. Ξεκινώντας θα ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: Ποιες πληροφορίες θεωρείς πως πρέπει να γνωρίζει το κοινό για σένα, πριν παρακολουθήσει κάποια δουλειά σου;

Σ.Φ.: Είμαι performance artist, σκηνοθέτης και sound designer και ζω και εργάζομαι στην Αθήνα τα τελευταία τρία χρόνια. Έλειπα για αρκετά χρόνια στο Λονδίνο, όπου σπούδαζα, πρώτα στο East 15 Acting School κι έπειτα στο UAL: Central Saint Martins. Στην Ελλάδα αποφοίτησα από τη δραματική σχολή Εμπρός-θεατροεργαστήριο. Τον τελευταίο καιρό είχα την τύχη να ταξιδέψω αρκετά στο εξωτερικό με τη δουλειά μου και ειδικά σε μέρη που δεν περίμενα ποτέ ότι θα επισκεφτώ. Έχω παρουσιάσει δουλειές μου σε Λονδίνο, Βερολίνο, Αθήνα, Τόκιο, Πράγα, Ανκόνα, Καναδά και Ισραήλ. Το έργο μου περιστρέφεται κυρίως γύρω από την εικαστική performance, με βασικούς πυρήνες την τελετουργία, τα σύμβολα και τη σχέση του ανθρώπινου με το μη ανθρώπινο.

Είχα επίσης τη χαρά να συνεργαστώ με καλλιτέχνες που θαυμάζω, παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια λόγω της πανδημίας. Από το 2020 συνεργάζομαι ως βοηθός σκηνοθέτη με τον σκηνοθέτη Θάνο Παπακωνσταντίνου και ως sound designer και τον συνθέτη Δημήτρη Σκύλλα. Τον περασμένο Ιούνιο συμμετείχα στο διακαλλιτεχνικό ερευνητικό πρόγραμμα "Πάροδος" στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.

M.G.: Τι σε τράβηξε στην τέχνη; Ποια ήταν η πρώτη επαφή σου μαζί της;

Σ.Φ.: Η πρώτη μου επαφή με την τέχνη έγινε σε πολύ μικρή ηλικία, νομίζω, όταν ήμουν πέντε χρονών και οι γονείς μου με έγραψαν σε μαθήματα αρμονίου. Μεγαλώνοντας ήμουν από τα παιδιά που ασχολούνταν περισσότερο με τη θεατρική ομάδα του σχολείου παρά με τα μαθήματά τους. Νομίζω πως αυτό που με τράβηξε στην τέχνη είναι αυτό το παραμύθιασμα που όλοι δεχόμαστε στο θέατρο, αυτό, δηλαδή, που μαγεύει κάθε παιδί. Και ακόμα και τώρα αυτή είναι και η ισχυρότερη συγκίνηση που παίρνω από ένα έργο τέχνης, ότι, δηλαδή, έχω την ευκαιρία να μπω σε ένα σύμπαν άλλο, καινούργιο με διαφορετικούς νόμους από την καθημερινή ζωή. Αυτό προσπαθώ να κάνω και στη δουλειά μου, να δημιουργώ κόσμους ολιστικούς που επικοινωνούν περισσότερο με τις αισθήσεις παρά με το λογικό.

M.G.: Αν σε ρωτούσε κάποιος τι επαγγέλλεσαι, ποια ιδιότητά σου θα έβαζες πρώτη;

Σ.Φ.: Δύσκολη ερώτηση. Δεν έχω βρει ακόμα μια απάντηση που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο πρώτα απ’ όλα και δεν ξέρω και αν χρειάζεται και να την βρω. Είμαι από τους ανθρώπους που, όταν καταθέτουν μια καλλιτεχνική πρόταση, επιλέγουν την κατηγορία Άλλο. Νομίζω πως η δυσκολία μου έγκειται στο ότι η λέξη σκηνοθέτης είναι συνήθως συνδεδεμένη με αρκετά παλιακές ιδέες. Ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει να αποδώσει στη σκηνή πιστά ένα κείμενο και περνάει τις πρόβες καθισμένος σε μια καρέκλα δίνοντας οδηγίες. Γενικά νιώθω ότι η λέξη αυτή φέρνει στον νου μια αυθεντία, με την οποία σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζομαι. Συνήθως απαντάω περιφραστικά και λέω ότι ασχολούμαι με την performance, ή ότι είμαι performance artist (ό,τι και να σημαίνει αυτό). Μετά με κοιτάνε με βλέμμα γεμάτο απορία και απλά συμπληρώνω κάνω θέατρο.

Προσπαθώ να χτίζω ζωντανούς κόσμους στη σκηνή, αυτή είναι η απάντηση που θεωρώ πιο ειλικρινή.

M.G.: Μίλησέ μας για το Homeward.

Σ.Φ.: Homeward σημαίνει προς το σπίτι, τον οίκο (από το αρχαίο οἴκαδε) και σχετίζεται με τη δραματουργική κίνηση της παράστασης, η οποία ακολουθεί μια πορεία από μια περιοχή ανοίκεια προς το γνώριμο και οικείο.

Είναι ένα project που ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 2018, όταν ακόμα σπούδαζα στο μεταπτυχιακό μου στο Central Saint Martins του Λονδίνου. Πρόκειται για ένα έργο που ισορροπεί στην περιοχή μεταξύ performance, installation, noise show και εικαστικού θεάτρου και εξερευνά την ηθική στάση του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο και τους Άλλους, καθώς και την σχέση μας με το ανοίκειο.

Η όλη παράσταση είναι κατασκευασμένη ως μια μεγάλη τελετή: Σε ένα εφιαλτικό τοπίο άχρονου ασυνείδητου, όπου όλη η ζωή έχει μειωθεί σε μαύρη σκόνη, τελείται η τιμωρία του νέου είδους ζωής, που αφάνισε ό,τι υπήρξε ποτέ.  Μέσα στο παράξενο τελετουργικό show του Θηριοδαμαστή, το Θηρίο οδηγείται προς την Άνθρωπο και την καταστροφική τους ένωση.

Πίσω από το Homeward κρύβεται μια αρκετά εκτενής έρευνα πάνω στους δραματουργικούς μηχανισμούς των τελετουργιών και ιδιαίτερα στα στοιχεία εκείνα που μένουν αναλλοίωτα άσχετα με το πότε, πού, γιατί και από ποιον πραγματοποιείται μια τελετή. Ένα ακόμα βασικό δομικό συστατικό είναι και η ανάγκη να επανεξετάσουμε τι νοούμε ως άνθρωπο και αν μία ιεραρχική κατάταξη του ανθρώπινου είδους σε σχέση με τον μη ανθρώπινο κόσμο μπορεί να συνεχίσει να είναι βιώσιμη.

Σε πιο αισθητικό επίπεδο, είναι ένας κόσμος ζωντανός, σχεδιασμένος να εξελίσσεται και να αλλάζει μαζί με τη δράση. Στην παράσταση – και γενικότερα στη δουλειά μου – κάθε δραματουργικό εργαλείο έχει δυναμικό ρόλο, επηρεάζει και επηρεάζεται από τα υπόλοιπα. Το σώμα, ο χώρος, το κείμενο, τα κοστούμια, ο ήχος, το φως είναι για εμένα performers και έτσι προσπαθώ να τα χρησιμοποιώ, με στόχο τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής εμπειρίας που περισσότερο επικοινωνεί με τις αισθήσεις παρά με το λογικό μας.

Έχω την πολύ μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ βαθιά και με τους οποίους επικοινωνώ και εμπιστεύομαι. Κάποιοι ήταν εκεί από την αρχή της δημιουργικής διαδικασίας και άλλοι ήρθαν αργότερα, αλλά όλοι έχουν εργαστεί σκληρά, για να πραγματοποιηθεί η performance.

M.G.: Αντιλαμβάνομαι πως έχεις μια ιδιαίτερη οπτική πάνω στα θέματα που προσεγγίζεις και όλος ο τρόπος που δομείς ένα έργο έχει να κάνει με την εστίαση σε κάτι ουσιαστικό, εσωτερικό. Θεωρείς ότι γίνεται αντιληπτή η οπτική σου από το κοινό;

Σ.Φ.: Σίγουρα η αρχή πάντα γίνεται από κάτι εσωτερικό. Ελπίζω όντως να είναι και κάτι ουσιαστικό, που φυσικά για εμένα είναι. Πάντα ο στόχος στην τέχνη είναι να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Υπάρχουν, βέβαια, και έργα που φτιάχνεις απλά για τη δική σου εσωτερική κατανάλωση, αλλά από τη στιγμή που ανοίγεις κάτι στον κόσμο, σκοπός σου είναι αυτό να επικοινωνήσει. Ξέρω ότι έχω μια ασυνήθιστη οπτική και ίσως η πρώτη αντίδραση κάποιου είναι να παραξενευτεί ή ακόμα και να μπερδευτεί με αυτό που βλέπει. Ο τρόπος που δομώ ένα έργο έχει να κάνει με το σταδιακό χτίσιμο ενός κώδικα άλλου, που ενώ δεν βασίζεται μόνο στον λόγο, πιστεύω ότι τελικά μπορεί να επικοινωνήσει σε βαθύτερο επίπεδο. Όλο το έργο περιστρέφεται γύρω από μια πυρηνική σκέψη, ένα επιχείρημα που προσπαθώ να χτίσω επί σκηνής και κάθε κομμάτι του προσθέτει στον συλλογισμό.

Είμαι από τους δημιουργούς που ζητούν πράγματα από τον θεατή. Το Homeward σε προσκαλεί να μπεις σε μια διαδικασία αποκρυπτογράφησης αυτού που εκτυλίσσεται μπροστά σου και φυσικά σε ένα τέτοιο έργο οι αναγνώσεις είναι περισσότερες από μία. Και αυτό είναι κάτι που με αφορά πολύ. Εγώ έχω κάτι πολύ συγκεκριμένο στο κεφάλι μου σχετικά με το τι είναι το Homeward, αλλά κάθε φορά που ακούω μία νέα οπτική ξαφνιάζομαι και νιώθω ότι ανακαλύπτω κι εγώ κάτι καινούργιο που δεν είχα σκεφτεί. Πιστεύω πως ναι, αυτός ο κώδικας γίνεται αντιληπτός και το έργο σε καλωσορίζει μέσα του παρόλο το παραξένεμά του. Το πώς όμως θα διαβάσει κάποιος το Homeward είναι κάτι προσωπικό και ανοιχτό.

M.G.: Είναι το ελληνικό κοινό εξοικειωμένο με πιο ιδιαίτερα acts και performances;

Σ.Φ.: Αν μιλάμε για το ευρύ ελληνικό κοινό, τότε σίγουρα όχι. Και είναι κρίμα, γιατί νιώθω ότι υπάρχει απλά μια μεγάλη παρεξήγηση, ότι αν κάτι βαφτιστεί ως performance, τότε είναι περίεργο, ακραίο, δυσνόητο. Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία με το θέατρο κατά βάση, απλά επικοινωνεί με διαφορετικό τρόπο και από άλλα μονοπάτια. Υπάρχουν, όμως, και κοινότητες ατόμων που στηρίζουν και αγαπούν αυτά τα acts και αυτό μου δίνει αισιοδοξία.

Φταίει βέβαια και το ελληνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας που, αν κάτι είναι κάπως πιο ιδιαίτερο σαν θέαμα, το αναγνωρίζει μόνο όταν κάνει επιτυχία στο εξωτερικό. Και όχι απλά το αναγνωρίζει αλλά το προωθεί και ως ελληνική πρωτοποριακή τέχνη. Που φυσικά και μπορεί να είναι πρωτοποριακό και άξιο προβολής, αλλά αυτό το ενδιαφέρον είναι μάλλον προσωποκεντρικό, δεν μοιράζεται και σε άλλα έργα αυτού του είδους.

M.G.: Τι σημαίνει για σένα να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η τέχνη υποτιμάται περισσότερο από κάθε φορά;

Σ.Φ.: Ό,τι σήμαινε και τα προηγούμενα χρόνια, πριν γίνει τόσο επίσημη αυτή η υποτίμηση. Δεν νομίζω ότι κανείς περίμενε την υποβάθμιση των πτυχίων, για να καταλάβει ότι η καλλιτεχνική δημιουργία βιώνει μια μεγάλη απαξίωση στην Ελλάδα. Μάλλον το κερασάκι στην τούρτα ήταν αυτό. Το πρόβλημα είναι αρκετά πιο ευρύ και αρχίζει από την γενικότερη αντίληψη ότι το να κάνει κάποιος τέχνη είναι περισσότερο χόμπι, παρά "κανονικό" επάγγελμα. Δεν ξέρω αν θυμάστε εκείνες τις λίστες στο διαδίκτυο την εποχή των αυστηρών lockdowns με τα περισσότερο και λιγότερο χρήσιμα επαγγέλματα, στις οποίες οι καλλιτέχνες αναδεικνύονταν ως οι λιγότερο αναγκαίοι.

Για εμένα (και φαντάζομαι για πολλούς άλλους) είναι απλώς ο τρόπος που ζω όλη την ενήλικη ζωή μου. Έχοντας δηλαδή αποφοιτήσει από τρεις σχολές, στις οποίες στην τρίτη απουσία κοβόσουν, δεν νοείτο το να τελειώσεις τη σχολή σε περισσότερα χρόνια από το προβλεπόμενο και περνούσες όλη τη μέρα σου σε πρόβες και μαθήματα. Και βγαίνοντας στην επαγγελματική ζωή πρέπει να καταφέρεις να επιβιώσεις με τις ελάχιστες αμοιβές που δίνονται και να αφιερώσεις ώρες ατελείωτες κάνοντας προτάσεις με την ελπίδα της χρηματοδότησης. Θα μπορούσες να πεις πως είναι και κάπως επαναστατικό να επιλέξεις αυτήν τη ζωή!

M.G.: Θα μπορούσες να μας αποκαλύψεις κάποιο επόμενο επαγγελματικό σου σχέδιο;

Σ.Φ.: Υπάρχουν κάποια πράγματα για το καλοκαίρι, ένα εκ των οποίων και η Prague Quadrennial, μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς εκθέσεις στον χώρο της performance, που λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια στην Πράγα, φιλοξενώντας εξαιρετικούς καλλιτέχνες και έργα από όλο τον κόσμο. Είναι μεγάλη μου χαρά να έχουν δεχθεί ένα καινούργιο έργο μου, για την πραγματοποίηση του οποίου είμαι σε διαδικασίες εύρεσης πόρων.

Φάνη, σε ευχαριστούμε πολύ και σου ευχόμαστε τα καλύτερα!

Διαβάστε ακόμα