ARF

Όσα ζήσαμε στο Azkena Rock Festival, στη Χώρα των Βάσκων

Από νωρίς το απόγευμα μέχρι... αξημέρωτα, το ισπανικό φεστιβάλ μάς κέρδισε με δεκάδες μικρά και μεγάλα ονόματα της ευρύτερης rock σκηνής.

Διαβάστηκε φορες

Όσο και αν αγαπάμε και στηρίζουμε τις εγχώριες συναυλιακές προτάσεις, ένα ταξίδι σε κάποιο φεστιβάλ του εξωτερικού, ακόμα και αν δεν ανήκει στις κλασικές σταθερές αλλά αποτελεί παραγωγή πιο «τοπική», είναι πάντα μία εμπειρία πλούσια και διαφωτιστική. Άλλα μεγέθη, άλλες οικονομίες, άλλη κουλτούρα...

Έτσι, λοιπόν, φέτος αποφάσισα να ταξιδέψω μέχρι τη Χώρα των Βάσκων στην Ισπανία, για ένα φεστιβάλ που κινείται γύρω από τα ευρύτερα ακούσματα του rock n’ roll: Το Azkena Rock Festival.

Το συγκεκριμένο φεστιβάλ, το οποίο πραγματοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια στην πόλη Vitoria Gasteiz στη Χώρα των Βάσκων, είχε πέσει στην αντίληψή μου εδώ και αρκετά χρόνια, γιατί πάντα το lineup του μου προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση και πάντα σκεφτόμουν ότι κάποια χρονιά θα έπρεπε να πάω να το τσεκάρω από κοντά —κάτι που τελικά πήρε σάρκα και οστά φέτος.

Τρεις μέρες, σε τέσσερις σκηνές, παρελαύνουν παλιά και νέα συγκροτήματα, με την πλειοψηφία τους να ανήκει κατά κύριο λόγο στην κατηγορία των βετεράνων.

Ημέρα πρώτη: Πέμπτη 19/6

Αφού περάσαμε όλα τα διαδικαστικά ενός φεστιβάλ, όπως προμήθεια wristband (το οποίο λειτουργούσε σαν προπληρωμένη κάρτα), προμηθευτήκαμε το πρόγραμμα, περάσαμε το τσεκάρισμα της τσάντας μας και κάναμε ποδαρικό στο A.R.F. Festival με το συγκρότημα των Libe.

Το πενταμελές σχήμα των Libe, με γυναικεία φωνητικά και την τραγουδίστριά τους να κλέβει την παράσταση με το ολόλευκο φόρεμά της (σε αντίθεση με τους μαυροφορεμένους συμπαίκτες της), κυμάνθηκαν σε ένα ρεπερτόριο που μου έφερε στο μυαλό σχήματα κυρίως της βρετανικής σκηνής. Θα μπορούσα να τους περιγράψω ως ένα σχήμα που κινείται στις παρυφές του shoegaze, παίζοντας μεταξύ πιο ήπιων τόνων, που στην εξέλιξη του τραγουδιού προστίθονταν αρκετός θόρυβος. Τελικά μου φάνηκαν κάπως μονότονοι —αν και μάζεψαν αρκετό κόσμο στη σκηνή Respect, στην οποία εμφανίστηκαν. Βέβαια, να πούμε ότι επρόκειτο για μια local μπάντα, με φωνητικά στη γλώσσα τους.

Ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από άποψη σκηνών —και εφόσον βέβαια θέλεις να δεις τα πιο μικρά, underground ονόματα του φεστιβάλ— είχε η σκηνή με την επωνυμία Trashville/Trash! GoGo, η οποία είναι και η μοναδική κλειστή σκηνή και θυμίζει τέντα τσίρκου.

Εκεί, λοιπόν, είδαμε για αρχή ένα συγκρότημα που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση —τόσο μουσικά όσο και... εμφανισιακά, μιας και αποτελούνταν από ένα δίδυμο ντυμένο σαν άνθρωποι των σπηλαίων!

Από την Τενερίφη μας ήρθαν, λοιπόν, οι Mambo Rambo, με έναν ξεσηκωτικό ήχο, αρκετά πρωτόγονο, αρκούντως garage punk, ατόφιο rock ’n’ roll με μπόλικες latin προσμίξεις, που κράτησαν τη διασκέδαση του κοινού στα ύψη.

Οι φίλοι των Cramps ας τους τσεκάρουν και δεν θα βγουν χαμένοι!

Η Melissa Etheridge, τώρα, ήταν μια καλλιτέχνις που είχα ήδη προαποφασίσει ότι δεν θα παρακολουθήσω (προκατειλημμένος; Ίσως...), οπότε μετά το όργιο των Mambo Rambo ήρθε η ώρα για φαγητό, το οποίο —ενημερωτικά να πω— ήταν πανάκριβο, και το ίδιο ίσχυε και για τα ποτά. Αν, βέβαια, επέστρεφες το ίδιο πλαστικό ποτήρι, είχες refund, αλλά γενικώς ήθελες γενναίο πορτοφόλι. Και φυσικά, κάτι ανάλογο συνέβαινε και στον πάγκο με το merch. Οπότε, είδα τη Melissa εκ του... μακρόθεν να κλείνει το set της με τη μεγάλη της επιτυχία “Like The Way I Do”.

Πάντως, έστω και το λίγο που είδα, μου άφησε την εντύπωση ότι πρέπει να είχε μια αξιοπρεπή εμφάνιση — και ίσως θα έπρεπε να της δώσω λίγο περισσότερο χρόνο.

Sorry Melissa... ίσως την επόμενη φορά.

Επιστροφή και πάλι στη μικρή κλειστή τέντα, για να δω αυτήν τη φορά το σχήμα των Fleau.

Τέσσερις Γάλλοι, που περισσότερο παρέπεμπαν σε… μισθοφόρους, με τα κράνη που φορούσαν και σου θύμιζαν μονομάχους σε αρένα, και με τον ήχο τους ένα σκληροπυρηνικό hardcore punk που μου θύμισε μπάντες όπως οι New Bomb Turks ή οι Zeke. Και πραγματικά, οι τύποι δεν πήραν… αιχμαλώτους μαζί τους.

Όμως είχε ήδη φτάσει η ώρα για ένα ιστορικότατο συγκρότημα από τη Βρετανία, που δεν το κρύβω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε να αποφασίσω να παρακολουθήσω το φεστιβάλ.

Επί σκηνής λοιπόν οι κύριοι Vanian, Captain Sensible και τα άλλα καλόπαιδα που απαρτίζουν στις μέρες μας τους The Damned —μιας και σε αυτούς αναφερόμαστε. 

Πρωτοπόροι της punk σκηνής, σε άψογη φόρμα και αυτό το βράδυ, μας φιλοδώρησαν με ένα best of set που δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Και φυσικά δεν λησμόνησαν να αφιερώσουν και ένα τραγούδι στον παλιό τους συμπαίκτη —και, δυστυχώς, μακαρίτη πλέον— Brian James.

Τι θα μπορούσε εξάλλου να πάει λάθος, όταν ξεκινάς την εμφάνισή σου με το “Love Song”, και στην πορεία ακούς ύμνους όπως τα “Neat Neat Neat”, “New Rose”, “Beware Of The Clown”, όπου μας υπενθύμισαν ότι μισούν τους πολιτικούς και ότι όλοι τους θα έπρεπε να είναι… κλόουν σε τσίρκο. Στο encore, μας επιφύλαξαν μια καταπληκτική εκτέλεση του “White Rabbit” των σπουδαίων Jefferson Airplane, και —όπως ήταν αναμενόμενο— έκλεισαν τη διθυραμβική τους εμφάνιση με τα δύο μέρη του τραγουδιού-ύμνου “Smash It Up”.

Με το τέλος της εμφάνισης των Damnes κατευθυνθήκαμε γρήγορα-γρήγορα στην άλλη μεγάλη σκηνή, η οποία είχε ονομαστεί God, για να παρακολουθήσουμε για πρώτη φορά ένα σχήμα που ακόμη και στις μέρες μας το έχω σε μεγάλο σεβασμό και το ακούω πάντα με το ανάλογο ενδιαφέρον.

Ο J Mascis στις διαστημικές κιθάρες, μαζί με τον Lou Barlow στο μπάσο και τον Murphy στα τύμπανα — κάτι που σημαίνει ότι επί σκηνής βρίσκονταν οι επιδραστικότατοι Dinosaur Jr.

Στο πρώτο μέρος του set τους παρουσίασαν στο σύνολό του τον δίσκο τους “Without A Sound”, που συμπλήρωσε πλέον τριακονταετία από την κυκλοφορία του, με τις νότες του “Feel The Pain” να σκίζουν τον αέρα.

Στο δεύτερο μέρος παρουσίασαν ένα μικρό, τρόπον τινά, best of —όσο βέβαια τους επέτρεπε ο εναπομείναντας χρόνος. Ακούσαμε κλασικά τραγούδια από το παρελθόν τους, όπως τα “Little Fury Things”, “Freak Scene” και τη διασκευή τους στο “Just Like Heaven” των Cure.

Εντύπωση μού προκάλεσε ότι ο ήχος τους, που τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά έμοιαζε αρκετά «λασπωμένος» — πιθανότατα ήταν και επιλογή της μπάντας. Επίσης, το παίξιμο του μπάσου, με τον Lou Barlow να παίζει πολλές φορές ψηλά στα τάστα και κυρίως να έχει ένα μανιασμένο παίξιμο, σαν να μην υπάρχει αύριο.

Η πρώτη μας λοιπόν ημέρα —ή, αν προτιμάτε, νύχτα πλέον, μιας και είχε πάει 01.15 μ.μ.— έκλεισε όπως θα έπρεπε: με κέφι και ρυθμό, στη Respect σκηνή, με έναν εκπρόσωπο του rockabilly και του ανόθευτου rock ’n’ roll. Έναν καλλιτέχνη που επί πολλές δεκαετίες, ως κυρίως μέλος των υπέροχων Stray Cats, αλλά και με άλλα σχήματα και προσωπικές δουλειές, κουβαλάει (εκτός βέβαια από το περίφημο κοντραμπάσο του) τεράστια εμπειρία —και το απέδειξε με τον πιο cool τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού είχε ήδη αποχωρήσει, αλλά δεν θα ήθελα επ’ ουδενί να χάσω την εμφάνισή του —και αποζημιώθηκα για αυτό.

Κυρίες και κύριοι, μαζί μας επί σκηνής ο Lee Rocker!

Ακούσαμε λοιπόν καταπληκτικές διασκευές σε standards των Stray Cats, όπως τα “Runaway Boys”, “Stray Cat Strut”, “Rock This Town”, και επίσης εκτελέσεις σε τραγούδια των Carl Perkins και των Band —τα “Honey Don’t” και “Ophelia” αντίστοιχα.

Η πολύ ωραία του εμφάνιση, που φυσικά συνοδεύτηκε και από τους πολύ καλούς μουσικούς της μπάντας του, ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα κύμα ενθουσιασμού με το “Rockabilly Boogie”.

Και έτσι κι εμείς, κατάκοποι πλέον, αλλά υπέρ το δέον ικανοποιημένοι από την παρθενική μας παρουσία στο Azkena Rock Festival, πήραμε τον δρόμο της εξόδου για να βρούμε το λεωφορείο μας, που θα μας μετέφερε —μετά από μια ώρα ταξιδιού— πίσω στο Μπιλμπάο, στο οποίο μέναμε. Κάτι που αξίζει να σημειωθεί, μιας και πρόκειται για μια καταπληκτική πόλη στη Χώρα των Βάσκων, την οποία σας συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Ημέρα δεύτερη: Παρασκευή 20/06

Φτάσαμε λοιπόν αισίως στη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ και, μετά το σύντομο ταξίδι μας από το Bilbao, πιάνουμε θέση στη τρίτη μεγαλύτερη σκηνή του φεστιβάλ, η οποία λειτουργεί κανονικά από σήμερα και φέρει την ονομασία LA Salve. Εκεί εμφανίζονταν τα κάπως πιο «μικρά» ονόματα —και ξεκινάμε στις 18:00 με τους Psilicon Flesh.

Προερχόμενοι από τη Μαδρίτη, μια μπάντα που θεωρείται θρυλική στον underground χώρο της Ισπανίας και έδρασε τη δεκαετία του ’90, επανήλθε το 2024 για να γιορτάσει τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ της. Μας χάρισαν ένα σετ με αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: μια πρόσμιξη από grunge, metal, funk —ακόμη και pop— στοιχεία τα οποία αναμειγνύουν με έναν πολύ δικό τους και ιδιαίτερο τρόπο.

Η συνέχεια ανήκε στους Reckless Kelly, οι οποίοι πραγματοποίησαν την εμφάνισή τους στη σκηνή God.

Οι Reckless Kelly είναι ένα δημιούργημα των αδερφών Willy και Cody Braun και μας έρχονται από το Austin του Τέξας. Ειδικεύονται σε αυτό που ονομάζεται country rock, το οποίο —ως γνωστόν— είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρούνται και ένα από τα καλά ονόματα του χώρου.

Δεν μου κράτησαν για πολύ το ενδιαφέρον, οφείλω να ομολογήσω. Μου φάνηκαν πολύ «Αμερικανιά» για τα γούστα μου. Αν και όταν ήταν περισσότερο rock παρά country, θα έλεγα ότι μερικά τραγούδια τους μου θύμισαν Bruce Springsteen ή ακόμη και Drive By Truckers.

Οπότε, το επόμενο βήμα μας ήταν να κατευθυνθούμε και πάλι στη σκηνή LA Salve για το σχήμα των Bobbie Dazzle.

Οι Bobbie Dazzle λοιπόν είναι ένα δημιούργημα της —οφείλω να ομολογήσω— πλούσιας σε ελέη Βρετανίδας Sian Greenaway, η οποία έφερε κι έναν αέρα φρεσκάδας στο φεστιβάλ. Ο παρθενικός δίσκος του συγκροτήματος κυκλοφόρησε μόλις τον Απρίλιο του 2024. Ειδικότητά τους είναι να παίζουν ένα fun time retro rock’n’roll με κατά κύριο λόγο glam στοιχεία, που μπορεί να σας φέρουν στο μυαλό από David Bowie και T. Rex μέχρι Suzi Quatro και Sweet.

Κάπου προς το τέλος του σετ τους μας χάρισαν και μια διασκευή από ABBA στο τραγούδι “Watch Out”.

Να προσθέσω ότι επίσης η Sian είναι τραγουδίστρια στους doom metallers Alunah, οπότε καθόλου παράξενο που η πρώτη κυκλοφορία των Bobbie Dazzle έγινε στη σπουδαία ανεξάρτητη Rise Above Records.

Και κάπου εδώ, λοιπόν —νομίζω απολύτως εύλογα—, στη σκηνή Respect είχε έρθει η ώρα να αποτίσουμε και εμείς σεβασμό σε μία περσόνα που θεωρώ ότι, ό,τι και να πούμε παραπάνω, δεν έχει λόγο ύπαρξης:

Ο κύριος Johnny Lydon, aka Johnny Rotten, επί σκηνής μαζί με τους συνοδοιπόρους του στο συγκρότημα των P.I.L.!

Παρατήρησα πάρα πολύ προσεκτικά τη σκηνική του παρουσία και μου έδωσε την εντύπωση ενός καλλιτέχνη και ανθρώπου που τα έχει δει και τα έχει κάνει σχεδόν όλα στη ζωή του. Όπως επίσης ότι είναι σαρκαστικός και πνευματώδης, μέσα στην ίδια του την τραγικότητα.

Φυσικά, σε αρκετές στιγμές η συμπεριφορά του μας θύμιζε ότι έζησε το punk στο έπακρο: έφτυνε τακτικά, άδειαζε τη μύτη του (ας μην μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες), και, συν το απίστευτο στυλιστικό του —το πολύχρωμο σακάκι γεμάτο παραμάνες—, μάλλον πρέπει να τα θεωρούμε τα ελάχιστα που είδαμε από αυτόν.

Εκτέλεσε όλα τα τραγούδια άψογα και ακούσαμε λίγο-πολύ αυτά που περιμέναμε: “This Is Not A Love Song”, “Flowers Of Romance”, “Death Disco”, “Public Image”, “Rise”, “Warrior”, και πολλά ακόμη. Νομίζω ότι δεν άφησαν κανέναν fan τους ανικανοποίητο.

Φυσικά, να κάνουμε και μία αναφορά στους υπόλοιπους που απαρτίζουν τους P.I.L.: ο Lu Edmonds στις κιθάρες, ο Scott Firth στο μπάσο και ο Mark Roberts στα drums.

Ισχύει το ίδιο που είχα αναφέρει και για τους Damned: τόσες δεκαετίες μετά, πολλά από τα σημερινά συγκροτήματα θα ήθελαν να αποδίδουν έστω και κατά το ένα τρίτο αυτού του status επί σκηνής.

Δικαίως οι P.I.L. ήταν μία από τις μεγάλες ατραξιόν του φεστιβάλ και δεν διέψευσαν καθόλου τις προσδοκίες. Και κλείνοντας, να μεταφέρω μία ρήση του ίδιου του Johnny που δεν νομίζω ότι είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα: "My body and mind is the Sex Pistols but my heart and soul is P.I.L."

Στα φεστιβάλ, μεταξύ των άλλων, σου δίνεται και η δυνατότητα να ανακαλύπτεις νέα ονόματα, συγκροτήματα που απλώς είχε πέσει το μάτι σου κάποια στιγμή ή και κάποια που πρωτοακούς στον συναυλιακό χώρο.

Μια τέτοια περίπτωση αποτέλεσε για μένα το σχήμα των C.O.F.F.I.N. (Children In Finland Fighting In Norway) που συμπυκνώνουν στον ήχο τους μπάντες όπως οι Hard On’s, Turbonegro, New Bomb Trucks.

Με τον τραγουδιστή τους Ben Portnoy πίσω από τα τύμπανα, εξέπεμψαν τεράστιες δόσεις ενέργειας και ανόθευτου punk rock και όχι μόνο.

Δεν ξέχασαν να κάνουν λόγο για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, όπως επίσης και όλα αυτά που έχουν υποστεί μέσα στα χρόνια οι ιθαγενείς συμπατριώτες τους.

Αφουγκραζόμενοι, λοιπόν, και τους C.O.F.F.I.N. κατευθυνθήκαμε και πάλι στην God σκηνή για να δούμε την Lucinda Williams και την μπάντα της.

Μια από τις καλύτερες γυναικείες παρουσίες στον χώρο της Americana σκηνής κέρδισε το κοινό εξαρχής, αν και εμφανώς καταβεβλημένη από το εγκεφαλικό που είχε υποστεί πριν μερικά χρόνια —κάτι που της στερεί τη δυνατότητα να παίξει κιθάρα—, διάλεξε ένα επιλεγμένο σετ από τη δισκογραφία της, συν δύο διασκευές από Memphis’ Minnie (“You Can’t Rule Me”) και Neil Young στο κλασικό “Rockin’ in a Free World”, και δικαίως αποθεώθηκε από το κοινό.

Επιστροφή στην κλειστή σκηνή στο Trashville/Trash Gogo για να δούμε το δίδυμο που πριν μερικά χρόνια είχε επισκεφθεί και τη Θεσσαλονίκη, το συγκρότημα των Escape-ism. Όπου Escape-ism, βέβαια, αναφερόμαστε στον πολυπράγμονα Ian F Svenonius στα φωνητικά, ηλεκτρική κιθάρα και στο beatbox, και τη νεαρά Sandi Denton στο μπάσο, φωνητικά και στα keyboards.

Εξαρχής ο κύριος Svenonius μάς ρώτησε αν είμαστε έτοιμοι για έναν μουσικό βανδαλισμό, και αυτό έπραξαν κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους με αυτόν τον τόσο μινιμαλιστικό και παλιομοδίτικο ήχο τους, συν το αξεπέραστο σόου και την ανταλλαγή feedback μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη. Να μην ξεχάσω να αναφέρω και τα υπέροχα ομοιόμορφα κουστούμια που φορούσαν και οι δύο.

Στο μυαλό μου, ο Ian F Svenonius μού θύμισε αρκετές φορές μια άλλη ιδιαίτερη περίπτωση, τόσο ηχητικά όσο και εμφανισιακά, τον επίσης ιδιαίτερο Jon Spencer.

Είχε έρθει όμως η ώρα για μία από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες στο φετινό Azkena Rock Festival, και ο λόγος, βέβαια, για τους Turbonegro, που ήδη από την προηγούμενη μέρα πολλά από τα μέλη των Turbojugend fan club τους είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους (από το Μπιλμπάο μέχρι και από το... Τόκιο).

Η best of επιλογή τραγουδιών από το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας τους προκάλεσε έκρηξη στον κόσμο, που απόλαυσε κάθε λεπτό από το σόου τους —και πώς να αντισταθείς σε τραγούδια-ύμνους όπως τα “Selfdestructo Bust”, “Get It In”, “Erection”, “Pamparious” και όλα αυτά που έχουν συντελέσει ώστε οι Turbonegro να αποτελούν θεμέλιο λίθο στη rock n’ roll σκηνή γενικότερα.

Επίσης, μας παρουσίασαν και ένα νέο τους τραγούδι με τον τίτλο “Zillion Dollar Sadist”.

Ένα από τα πιο ιστορικά ονόματα του φεστιβάλ αποτέλεσε, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, η παρουσία του John Fogerty στην God σκηνή, συνοδεία πολυμελούς μπάντας και ενός καταπληκτικού οπτικού σόου που τους συνόδευε.

Φυσικό και αναμενόμενο η πλειοψηφία του setlist να ανήκει στα ένδοξα χρόνια των Creedence Clearwater Revival και να ακούστηκαν αξέχαστες στιγμές, όπως τα “Born On The Bayou”, “Have You Ever Seen the Rain”, “Who’ll Stop the Rain”, “Fortunate Son”, “Green River”, συν μια διασκευή από τους Golliwogs (“Fight Fire”).

Υπήρξαν βέβαια και κάποιες επιλεγμένες στιγμές από την προσωπική του δισκογραφία, όπως η μεγάλη του επιτυχία “The Old Man Down The Road” και το “Rockin’ All Over the World”. που μαζί με το “Proud Mary αποτέλεσαν το encore της τόσο εντυπωσιακής όσο και νοσταλγικής εμφάνισης του. Σημειωτέον, μαζί του έπαιζε κιθάρα και ο γιος του Shane.

Μιας και η κούραση είχε αρχίσει να κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή της, η προτελευταία επιλογή μας για τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ αποτέλεσαν οι cult instrumental τρελαμένοι, όπως λέει και το όνομά τους, Los Straitjackets.

Πάντα αινιγματικοί, κρυμμένοι κάτω από τις πολύχρωμες παλαιστικές μεξικάνικες μάσκες τους, μας χάρισαν τις οργανικές surf κατά βάση στιγμές τους, αν και ο ήχος τους περιλαμβάνει πολλά στοιχεία από διαφορετικά μουσικά είδη, με τις ανάλογες χορογραφίες, και δημιούργησαν το ανάλογο κέφι στο κοινό που τους παρακολούθησε στην κλειστή τέντα.

Την επόμενη μερα ετυχε να τους δω να παρακολουθούν στην ακρη της σκηνής τους Chesterfield Kings χωρίς τις περιβόητες μάσκες τους, και όταν τους είπα ότι είναι εντελώς διαφορετικοί χωρίς αυτές, χαμογέλασαν αμήχανα.

Ολοκληρώσαμε λοιπόν και τη δεύτερη μέρα μας στη Βιτόρια με το punk rock συγκρότημα των Kaotiko, οι οποίοι  γιορτάζανε και τα είκοσι πέντε χρονια δημιουργίας τους.

Από την πολη Salvatierra στην Alava της Χώρας των Βάσκων παρουσίασαν ένα σφιχτοδεμένο σετ με αρκετή ενέργεια που κράτησε το ενδιαφέρον στο οποίο κοινο είχε τις αντοχές να τους παρακολουθήσει, μιας και η ωρα είχε ξεπεράσει τις 02:00 και εμείς σιγά σιγά παίρναμε το δρόμο για την έξοδο.

Ημέρα τρίτη: Σάββατο 21/06

Φτάσαμε λοιπόν αισίως στην τρίτη και τελευταία μέρα του φεστιβάλ, μια μέρα που είχε πραγματικά την αίγλη και το μεγαλείο ώστε να κλείσει διθυραμβικά το υπέροχο αυτό φεστιβάλ που είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε.

Δυστυχώς, ο καιρός δεν στάθηκε σύμμαχος σε αυτό και έτσι λοιπόν οι ουρανοί μας προσέφεραν απλόχερα αυτό που δεν είχαν κάνει τις δύο προηγούμενες ημέρες: μπόλικη βροχή. Όμως, και αυτό ουδόλως στέρησε το κέφι του κοινού.

Πολλά και σημαντικά συγκροτήματα, λοιπόν, μας προσέφερε το grand finale και εμείς αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με το σχήμα των Ezezez, το οποίο σημαίνει «Όχι, όχι, όχι» στη γλώσσα των Βάσκων και μας ήρθαν από το Μπιλμπάο.

Ως μια μπάντα που θεωρείται από τις πολύ καλές στην ισπανική σκηνή, συνδύασαν τις ενδιαφέρουσες μουσικές τους και με αρκετή θεατρικότητα επί σκηνής.

Η μουσική τους κατά βάση είναι indie pop με δανειοδοτήσεις από punk, grunge, funk, χωρίς όμως αυτό να τους κάνει φτηνούς αντιγραφείς.

Συνεχίσαμε με το γυναικείο δίδυμο The Pill, που για τις ανάγκες του live χρησιμοποίησαν και έναν ντράμερ. Κινήθηκαν σε punky ήχους και κατά καιρούς μου θύμισαν γυναικεία σχήματα από το μουσικό κίνημα που είχε ονομαστεί ως Riot Girls και στις καλύτερες τους στιγμές έφταναν στις παρυφές συγκροτημάτων όπως οι Sleater Kinney.

Αεικίνητες επί σκηνής, άφησαν θετικές εντυπώσεις.

Για τον Richard Hawley, πολύς κόσμος που είχαμε συναντήσει πριν την εμφάνισή του μου είπαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τον τσεκάρω, και περισσότερο από όλους, όπως έμοιαζε και φυσικό να συμβεί, κυρίως άνθρωποι από τη Μεγάλη Βρετανία που παρεμπιπτόντως είχαν μια αρκετά μεγάλη εκπροσώπηση στο φεστιβάλ (γνώρισα έναν τύπο που είχε δει 40 και πλέον φορές τους Manic Street Preachers και μια κοπέλα να έχει δει πάνω από τριάντα φορές τους Waterboys, για να καταλάβετε για τι μουσικόφιλους μιλάμε).

Φυσικό, γιατί ο Richard, ως γνωστόν, είναι από τους σημαντικούς καλλιτέχνες της Γηραιάς Αλβιώνας με συμμετοχή στις κιθάρες των Longpings και επίσης κάποιων... Pulp σαν touring member, μιας και μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε στο Sheffield.

Είχα λοιπόν μεγάλη περιέργεια να τον δω live, αλλά επειδή η μέρα είχε πολλά και σημαντικά για να τσεκάρουμε, θεωρώ ότι προσωπικά μιλώντας τον αδίκησα, μιας και πρόλαβα να τον ακούσω μόλις για τέσσερα τραγούδια, οπότε δεν δικαιούμαι να έχω ολοκληρωμένη άποψη.

Συνοδευόμενος από μια πολυμελή μπάντα, μου άφησε μια περίεργη αίσθηση, αφού τα δύο από τα τέσσερα τα βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σε ένα πιο βαρύ και σκοτεινό ηχητικό τοπίο, ενώ τα άλλα δύο μού έδωσαν την αίσθηση ότι έχω να κάνω με έναν ακόμη Βρετανό crooner.

Υπόσχομαι να τον τσεκάρω εκτενέστερα στο μέλλον.

Μεταφέρθηκα γρήγορα γρήγορα στην LA Salve σκηνή για να δω τους garage θρύλους The Chesterfield Kings και μετά την ολοκλήρωση της καταπληκτικής εμφάνισής τους αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους τα χρόνια που η garage σκηνή έπαιζε μεγάλο μέρος στη μουσική μου ζωή.

Το κουιντέτο λοιπόν από το Rochester της Νέας Υόρκης προσέφερε μεγαλειώδεις στιγμές ατόφιου garage, με τη farfisa να δίνει τις ανάλογες πινελιές στον ήχο τους, που κατά καιρούς έχει ονομαστεί σαν ένα ιδιοφυές μπαστάρδεμα μεταξύ The Rolling Stones και Electric Prunes με μεγάλες δόσεις ψυχεδέλειας.

Η μπάντα είχε πολύ καλή διάθεση και το κοινό πραγματικά διασκέδασε με την ψυχή του.

Μας προσέφεραν διαμάντια όπως το “Baby Doll” που, όπως μας είπε ο τραγουδιστής τους Andy Babiuk, τους το έδωσε ο Dee Dee Ramone, το “Happenings”, το “Ten Years Time Ago”, το “99th Floor” και ένα πολύ καλό σχετικά καινούριο single με τον τίτλο “Electrified”.

Στους Lemon Twigs, τους οποίους τσεκάραμε στην Respect σκηνή, ο καιρός άρχισε να δείχνει πλέον τις άγριες προθέσεις του, αλλά αυτό δεν μας στέρησε καθόλου τα πολλά χαμόγελα και την αίσθηση ενός feel good κονσέρτου που μας προσέφεραν απλόχερα οι νεαροί αυτοί μουσικοί από το Long Island της Νέας Υόρκης.

Δημιούργημα των αδελφών Brian και Michael D'Addario, μας έφεραν στο μυαλό σε ένα πολύ μεγάλο μέρος μια ποιοτική pop που με λίγη καλή θέληση σου θύμιζε από Beach Boys μέχρι και Beatles. Όντως είχαν μια μεγάλη αίσθηση baroque και παλαιότητας στα τραγούδια τους, που θεωρήσαμε ότι θα μπορούσε να είναι ένα ιδανικό soundtrack για να σου φτιάχνει την άσχημη διάθεση σου και να σου προσφέρει μια γλυκιά ηρεμία και νοσταλγία.

Με δύο session μουσικούς, σταθερούς συνεργάτες, έμοιαζαν όλοι τους ότι θα μπορούσαν να είναι πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο Stranger Things, κάτι που επέτεινε την καλή διάθεση ακόμη περισσότερο.

Με μια πιο προσεκτική ακρόαση θα ανακαλύψεις και άλλα στοιχεία στη μουσική τους, όπως glam rock, art rock και η πιο jangle pop αισθητική τους.

Με το χαμόγελο λοιπόν στα χείλη κατευθυνθήκαμε με κάπως ανάμεικτα συναισθήματα στην σκηνή στην οποία θα εμφανιζόταν η εκδοχή των The Dead Kennedys, όπως λίγο-πολύ την είδαμε και στην Ελλάδα το 2018, κατά ανάγκη βέβαια με διαφορετικό ντράμερ.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αισθανθήκαμε το ίδιο με το live τους και εδώ, ότι δηλαδή The Dead Kennedys χωρίς Jello Biafra είναι σαν τζατζίκι χωρίς σκόρδο —στερείται το κάτι πολύ παραπάνω—, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του τραγουδιστή τους Ron "Skip" Greer.

Από την θρυλική τους σύνθεση έχουν απομείνει πλέον μετά και τον θάνατο του ντράμερ τους D.H. Peligro ο East Bay Ray στις κιθάρες και ο Klaus Flouride στο μπάσο και στα φωνητικά, συνοδευόμενοι πλέον από τον Steve Wilson στα τύμπανα.

Σίγουρα όλα τα τραγούδια τους εξακολουθούν να σου φέρνουν αναμνήσεις από ένα γκρουπ που έπαιξε punk και hardcore σε χαλεπές εποχές για να παίζεις κάτι τέτοιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ακούσαμε ένα setlist με λίγο πολύ όλα τα αναμενόμενα τραγούδια που θα περίμενε κανείς να ακούσει στο live τους. Παρήλασαν tracks όπως τα “Police Truck”, “Kill The Poor”, “California Über Alles”, “Too Drunk To Fuck”, “Winnebago Warrior”, “Holiday In Cambodia” κ.α.

Θα αναμένουμε την άφιξη κάποια στιγμή του Jello Biafra και της μπάντας του στη χώρα μας —νομίζω ότι θα περάσουμε πολύ καλύτερα.

Οι ουρανοί είχαν πλέον ανοίξει για τα καλά, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη ώστε να μην παρακολουθήσουμε το φαντασμαγορικό σόου που ήταν σίγουρο ότι θα προσέφεραν οι The Flaming Lips, οπότε φροντίσαμε να πιάσουμε μια καλή θέση για να το απολαύσουμε, γιατί όπως αναμενόταν προσέλκυσαν μεγάλο μέρος του κοινού.

Στο πρώτο μέρος του σόου τους έπαιξαν στην ολότητά του τον δίσκο τους “Yoshimi Battles The Pink Robots”, ο οποίος συμπληρώνει 23 χρόνια από την ημέρα κυκλοφορίας του, και οι Flaming Lips τίμησαν την επέτειο δεόντως!

Με τον τραγουδιστή τους Wayne Coyne σε ρόλο διευθυντή ορχήστρας και με τους ισάξιους συνεργάτες του, έδωσαν απλόχερες ποσότητες από την τόσο ιδιαίτερη μουσική πρόταση νεοψυχεδέλειας, indie rock και βέβαια αρκούντως progressive και pop όπου χρειάζεται.

Συνοδεία, βέβαια, ενός απίστευτου visual show, συνοδευμένο από εκατομμύρια μικρά ροζ ρομπότ που εκτοξεύονταν από τεράστια κανόνια εν είδη κονφετί, δύο υπερμεγέθη φουσκωτά ροζ ρομπότ, δύο επίσης τεράστια μπαλόνια που ρίχτηκαν μέσα στο κοινό και στο τέλος μια επιγραφή σχηματισμένη από ασημένια μεγάλα μπαλόνια "AZKENA ROCK FESTIVAL FUCKING YEAH", συνετέλεσαν να ζήσουμε μια από τις πιο μαγευτικές εμφανίσεις που επεφύλασσε συγκρότημα στο φεστιβάλ, με τον Wayne Coyne να κάνει τα πάντα ώστε το κοινό να βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση αποθέωσης για το συγκρότημα και να κλείνει διθυραμβικά το set τους με μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, που είναι και για μας ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια τους, το “Race For The Prize”. Με τα τόσα πολλά που είχαμε να ακούσουμε και να δούμε στο σόου τους, ξεχάσαμε και τη βροχή που μας ταλαιπώρησε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους.

Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Margo Price, η οποία δεν κράτησε για πολύ το ενδιαφέρον μας με αυτόν τον πολύ έντονο Americana country ήχο της —ένα άκουσμα που ουδέποτε με κέρδισε ιδιαίτερα—, πήραμε μια καλή θέση για τελευταία φορά για φέτος στην God σκηνή, για να παρακολουθήσουμε ένα συγκρότημα που πάντοτε αποτελούσε ένα πολύ αγαπημένο άκουσμα, συν το τεράστιο δέλεαρ ότι το είχαμε και ένα προσωπικό αποθησαυρισμένο, μιας και δεν είχαμε ξαναδεί τη χαρά να τους δούμε ζωντανά επί σκηνής.

Ο λόγος για τους Ουαλούς, όπως άλλωστε μαρτυρούσαν και οι σημαίες της χώρας τους που είχαν επί σκηνής, Manic Street Preachers.

Οι Manics, λοιπόν, που εκτός από ένα υπέροχο σόου, φρόντισαν να φέρουν μαζί τους και τον καιρό της πατρίδας τους, κάτι για το οποίο ζήτησαν συγνώμη, και η αλήθεια είναι ότι η βροχή μάς ταλαιπώρησε στο μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής τους.

Με ένα πολύ καλό οπτικό background, όπου κατά κύριο λόγο προβάλλονταν μηνύματα που έδιναν τροφή για σκέψη, μας χάρισαν ένα best of πολλών και αγαπημένων τραγουδιών τους, με τα οποία ο κόσμος δεν σταμάτησε να τραγουδά.

Ξεκίνησαν αμέσως με το “Motorcycle Emptiness” και από εκεί και μετά δεν υπήρχε γυρισμός. Παρήλασαν μεταξύ άλλων τα “Enola Alone”, “Le Tristessa Durera”, “Australia”, “You Stole The Sun From My Heart” και γενικότερα το set τους πλησίασε την τελειότητα, με επιλογές από το σύνολο της δισκογραφίας τους.

Ξεχωριστές στιγμές αποτέλεσαν το πολύ όμορφο ταίριασμα του “Bring On The Dancing Horses” των Echo & The Bunnymen σαν πρόλογος για το νέο τους τραγούδι “Hiding In Plain Sight”, με τον Nicky Wire να αναλαμβάνει τα φωνητικά, το ακουστικό ξεκίνημα μόνο κιθάρα και φωνητικά του James Dean Bradfield και λίγο μετά συμμετοχή και όλης της μπάντας στο πολύ καλό “The Everlasting”, καθώς και η διασκευή που σχεδόν έμοιαζε σαν αφιέρωση στην βροχή, του “Raindrops Keep Fallin’ On My Head” του Burt Bacharach.

Ιδιαίτερη εντύπωση μού έκανε η πολύ ωραία και υπερ-κουλ περσόνα του μπασίστα τους Nicky Wire, που έδειχνε να το απολαμβάνει ιδιαίτερα.

Για το τέλος κράτησαν το “You Love Us”, για να μας πάνε έτσι πίσω στα πρώτα χρόνια τους, όταν είχαν αρχίσει να δημιουργούν ντόρο γύρω από το όνομά τους, και με μια διθυραμβική εκτέλεση του “If You Tolerate This Your Children Will Be Next” μας αποχαιρέτησαν μέσα σε αποθέωση!

Πριν την εμφάνιση των Manics, τσεκάραμε στην LA Salve σκηνή το τελευταίο για φέτος ισπανικό όνομα του φεστιβάλ, το συγκρότημα με το αξιοπερίεργο όνομα Derby Motoreta’s Burrito Kachimba.

Ανδαλουσιάνοι, συγκεκριμένα από τη Σεβίλλη, το σεξτέτο αυτό συνδυάζει με έναν δικό του τρόπο παραδοσιακές πινελιές από φλαμένκο περασμένο μέσα από progressive, ψυχεδέλεια, ακόμη και stoner, δημιουργώντας μια μίξη που οι ίδιοι ονομάζουνε ως... kinkydelia.

Μετά το τέλος των Manic Street Preachers, είχε έρθει η ώρα να αποχαιρετίσουμε οριστικά το Azkena Rock Festival με… ποιους άλλους; Τους Σουηδούς The Hellacopters!

Το συγκρότημα γιόρτασε στη Respect σκηνή τα 30 χρόνια παρουσίας του και όντως τίμησαν την επέτειό τους με το μοναδικό rock n’ roll τρόπο τους.

Τους έβλεπα τρίτη φορά, αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτή ήταν η καλύτερη χωρίς συζήτηση.

Παρότι εμφανίστηκαν στις 02:00 η ώρα το πρωί, από τη στιγμή που ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του ελικοπτέρου δεν υπήρξε πισωγύρισμα.

Σε απίστευτη διάθεση και ενέργεια, όλο το συγκρότημα έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, με το ξεκίνημά τους με το “Token Apologies” από την καινούρια τους δουλειά “Overdriver”, και ακολούθησε ένα set από την πλειονότητα της δισκογραφίας τους: “Carry Me Home”, “Born Broke”, “Toys And Flavours”, “Everything’s On TV”, “Soulseller” κ.α.

Με τα γιγαντιαία banner τους να εναλλάσσονται, τιμώντας έτσι τους περισσότερους δίσκους τους και την μπάντα να είναι οργιαστική και αεικίνητη επί σκηνής, φτάσαμε στο encore, όπου εκεί επέλεξαν τα “In The Sign Of The Octopus” (η διασκευή τους στο τραγούδι των συμπατριωτών τους The Robots), “Eyes Of Oblivion”, “I’m In The Band” και “(Gotta Get Some Action) Now!”.

Κάπως έτσι λοιπόν, παρακολουθήσαμε ένα καταπληκτικό φεστιβάλ, καλο-οργανωμένο με ένα ικανοποιητικότατο lineup, είδαμε αγαπημένους καλλιτέχνες για πρώτη φορά και γνωρίσαμε πολλά και ενδιαφέροντα νέα ονόματα.

Με τις καλύτερες των εντυπώσεων πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, ευχόμενοι κάποια στιγμή να διοργανωθεί κάτι τόσο καλό και στη χώρα μας.


Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Άκη Καλλόπουλο και στο mixgrill.gr.

Διαβάστε ακόμα