Συνέντευξη: Ορφέας Περίδης

"Αγαπώ τη μουσική με πάθος και θέλω να πειραματίζομαι και να πηγαίνω λίγο παραπέρα"...

Διαβάστηκε φορες
Σεμνός, ήρεμος, γλυκύτατος, ευαίσθητος και πάρα πολύ απλός. Αυτά είναι τα επίθετα που μπορώ να βάλω πριν το όνομα Ορφέας Περίδης μετά τη συνάντησή μας πριν μερικές μέρες στο φιλόξενο σπίτι του. Χαρακτηριστικά που σίγουρα του αποδίδει κανείς και από την 20χρονη παρουσία του στα μουσικά μας πράγματα.

Μια πορεία θαυμαστή, αθόρυβη - παρότι οι επιτυχίες κάθε άλλο παρά έλειψαν - και συνεπής σε πράγματα που φτιάχνει πάντα με μεράκι, ποιότητα και περίσσιο ήθος. Πάντα θα τον έχω στο μυαλό μου σαν Ρομπέν των δασών, για να θυμηθούμε και μία από τις πρώτες του παρουσίες στο τραγούδι με τη συμμετοχή του στους Αγώνες της Καλαμάτας του Μάνου Χατζιδάκι, που εμφανίζεται όσο ήρεμα εξαφανίζεται.

Έτσι και φέτος, εμφανίστηκε ξαφνικά με νέο δίσκο αφιερωμένο στους μήνες του έτους και ζωντανές εμφανίσεις μαζί με τους Human Touch, μετά από μια σύντομη περίοδο παύσης. Ως συνήθως, απλές αφορμές όλα αυτά για μια συνέντευξη που μου έκανε την τιμή να μου παραχωρήσει ένας από τους πλέον αγαπημένους μου τραγουδοποιούς...

Νέος δίσκος, «Ονειροπόλων μόχθοι», όπου για πρώτη φορά ασχολείσαι με ένα συγκεκριμένο θέμα, τους μήνες, που είναι ενιαίο σε όλο το album. Πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία; Ήταν κάτι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο;

Ήταν πιο δύσκολο και ήταν ένα όνειρο που είχα, να κάνω έναν ενιαίο κύκλο τραγουδιών με ένα θέμα που το είχα ζηλέψει και σε άλλους καλλιτέχνες. Είναι βέβαια ένα κλασικό θέμα. Το έχει κάνει και ο Τσαϊκόφσκι ακόμα. Εγώ το έκανα από τη δική μου οπτική γωνία. Τόλμησα να το κάνω γιατί με βοήθησε πολύ αυτή η ιδέα.

Με ποιό τρόπο δούλεψες τα τραγούδια; Ξεκίνησες από τον Ιανουάριο και πήρες τους μήνες με τη σειρά μέχρι το Δεκέμβριο;

Ξεκίνησα από το Μάρτιο, με αφορμή ένα αφιέρωμα στους μήνες που είχε κάνει το 2000 η εφημερίδα «Καθημερινή». Τα πράγματα κυλούσαν ομαλά και έγραφα ένα τραγούδι για κάθε μήνα μέχρι και το Νοέμβριο. Στον Δεκέμβριο κόλλησα και το άφησα γιατί ήθελα να βγει αβίαστα και αυθόρμητα. Ήθελα να μ’αρέσει αυτό που θα βγει και να είναι μια δουλειά που θα με αντιπροσωπεύει όσο το δυνατόν περισσότερο, γιατί 100% δεν γίνεται, όπως επίσης και τέλεια δουλειά δεν υπάρχει.

Τα τραγούδια αυτά ξεκίνησες να τα γράφεις πριν την κυκλοφορία του προηγούμενου δίσκου σου «Κάποιον αγαπάει ακόμα», ο οποίος μεσολάβησε. Γενικά, σου παίρνει πάντα πολύ καιρό να τελειώσεις ένα τραγούδι; Έχεις δηλώσει στο παρελθόν ότι δύο πολύ γνωστά κομμάτια σου, η «Φωτοβολίδα» και «Τα τραγούδια μου τ’ Αμερικάνικα» έκανες χρόνια να τα ολοκληρώσεις…

Ναι, έτσι είναι. Τα τραγούδια αυτά ξεκίνησα να τα γράφω το 2005 και μεσολάβησαν δύο δίσκοι γιατί είναι και το album «Live και με τους φίλους μου» που έκανα το 2009. Κοίταξε, αυτός που γράφει τραγούδια είναι αυτοδίδακτος. Δεν διδάσκεται στο Ωδείο η σύνθεση τραγουδιών. Έκανα αρκετό χρόνο γιατί ουσιαστικά το σπούδαζα αυτό το πράγμα ταυτόχρονα. Έκανα 4 μήνες να τελειώσω τη «Φωτοβολίδα», που ήταν απ’ τα πρώτα μου τραγούδια, γιατί ακριβώς δεν ήξερα τι μου γίνεται. Έμαθα γράφοντας. Το ίδιο και για «Τα τραγούδια μου τ’ Αμερικάνικα» ή για το «Ατέλειωτο τραγούδι», που είχα τον πρώτο του στίχο γραμμένο σε ένα χαρτάκι και το είχα κολλήσει στο δωμάτιό μου όπου έμεινε επί 3 χρόνια! Χρειάστηκε να διαβάσω διάφορα πράγματα σχετικά με το θέμα που διαπραγματευόμουν. Δεν με έβλαψε αυτό. Μάλλον με ωφέλησε. Κατά κάποιο τρόπο μορφώθηκα – ας το πούμε έτσι – μέσα από αυτήν την ιστορία που λέγεται τραγούδι.

Τα νέα σου τραγούδια βρίθουν λαογραφικών στοιχείων που κατά κύριο λόγο αφορούν τις ελληνικές παραδόσεις του 19ου αιώνα. Φοβήθηκες μήπως θεωρηθούν εκτός εποχής, ειδικά την περίοδο που περνάμε τώρα;

Το φοβήθηκα πολύ. Όχι μόνο λόγω της περιόδου που ζούμε, αλλά από την αρχή, από το 2005 που άρχισα να τα γράφω. Γι’ αυτό και η επιδίωξή μου ήταν να βάλω λίγο κι εμένα μέσα σε αυτά, όχι για να έρθουν στο σήμερα ακριβώς, αλλά για να εκφράζουν κι εμένα και όχι μια παρελθούσα εποχή. Βέβαια, εφόσον το κάνεις εσύ, σε σένα θα μοιάζουν… Απλώς, υπάρχουν αυτά τα στοιχεία τα λαογραφικά, τα οποία είναι πολύ γοητευτικά και μου ήταν άγνωστα. Για παράδειγμα, η Παράδοση λέει ότι την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, όποιος άνθρωπος είναι αγνός, αν σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό τη νύχτα, βλέπει ένα φωτεινό σημείο να ανεβαίνει προς τα πάνω, που συμβολίζει την Ανάληψη του Χριστού. Ωραία πράγματα δηλαδή, που εμένα με μάγεψαν και θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι πάνω σε αυτά.

Κατά τη γνώμη μου η σύνδεση με το σήμερα επιτυγχάνεται, αφού οι στίχοι σου, πέρα από τα λαογραφικά στοιχεία, έχουν να κάνουν και με τον έρωτα και με την καθημερινότητα και με τη φύση…

Με τη φύση κυρίως, που τόσο λείπει σ’ εμάς που ζούμε εδώ στο λεκανοπέδιο, στην τερατούπολη… Αυτή η αγάπη μου για τη φύση βγαίνει συνέχεια μέσα στα τραγούδια μου, όπως και η αγάπη μου για το δημώδες. Έχω μεγάλη σχέση με το δημώδες άσμα. Αγαπάω τη δημοτική μουσική από όλα τα μέρη της Ελλάδας, μ’ έχει επηρεάσει πολύ και αυτή τη φορά η αγάπη αυτή υπεισήλθε και στο στίχο, έντονα πια.

Πράγματι τα τραγούδια σου αυτά θυμίζουν έντονα τη δομή και τη θεματολογία του λεγόμενου δημώδους τραγουδιού, ωστόσο μουσικά επέλεξες να αφήσεις τα ανατολίτικα όργανα στην άκρη και να στραφείς σε πιο δυτικά πράγματα, κάτι που είχες κάνει και στον προηγούμενο δίσκο. Είναι κάτι που σου βγαίνει τα τελευταία χρόνια;

Μάλλον ανάγκη μου είναι. Εγώ αγαπώ πάρα πολύ τη λαϊκή μουσική. Έχω μεγαλώσει με τα λαϊκά τραγούδια. Το λαϊκό είναι ένα τραγούδι που σου επιτρέπει να κάνεις εύκολα και τον τελευταίο ακόμα ακροατή που κάθεται στην τελευταία καρέκλα να συμμετέχει, γιατί είναι η μουσική μας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια δεν μου αρέσουν και τόσο τα εύκολα και επειδή εν πάση περιπτώσει το έχω κάνει αυτό το είδος, είπα να δοκιμάσω και ένα άλλο στυλ που είναι μες στην καρδιά μου και ζει μέσα μου από την εφηβεία, εκ παραλλήλου με τα λαϊκά και τα δημοτικά.

Φέτος συμμετείχες και στο δίσκο «Ο ελάχιστος εαυτός» του Θανάση Παπακωνσταντίνου με δύο πολύ όμορφα τραγούδια. Πώς έγινε αυτή η συνεργασία;

Κορυφαία τραγούδια, πραγματικά. Κοίτα, μου έστειλε ο Θανάσης 5 κομμάτια, εγώ του τα τραγούδησα και τελικά τον ενδιέφεραν τα δύο. Ειδικά η «Ομίχλη», αυτό το τραγούδι που μιλά για το ληστή Μπαμπάνη, ήταν τόσο ωραίο που του είπα «είναι κρίμα να μην το πεις εσύ γιατί είναι εξαιρετικό τραγούδι και το πέτυχες πάρα πολύ». Εκείνος επέμενε να το πω εγώ και το έκανα με μεγάλη χαρά. Εκτιμώ πάρα πολύ το Θανάση και τον θεωρώ έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μια αυθεντικότητα κι επειδή δεν έχει ακαδημαϊκή μουσική μόρφωση έχει κάτι το πηγαίο. Στο τραγούδι δεν είναι απαραίτητο να έχεις σπουδάσει μουσική, αρκεί να έχεις το ταλέντο. Κι ο Θανάσης έχει πολύ ταλέντο.

Υπάρχει κάποια συνεργασία που την έχεις σαν «καλλιτεχνικό απωθημένο» και θα ήθελες να την κάνεις στο μέλλον;

Τα απωθημένα μου έχουν γίνει πραγματικότητα. Όλες οι συνεργασίες που έχω κάνει ήταν καταπληκτικές και τις ευχαριστήθηκα πολύ. Δηλαδή και με το Σωκράτη Μάλαμα, που κάναμε μια περιοδεία το 2004 και με τη Μελίνα Κανά και τη Λιζέτα Καλημέρη που κάναμε κάμποσες εμφανίσεις πριν δύο χρόνια και με το Μανώλη Λιδάκη, έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές που έχουμε, ο οποίος είπε 5 τραγούδια μου σε στίχους Θοδωρή Γκόνη στον δίσκο του «Ο Ήλιος του Γενάρη». Μπορώ να πω ότι μια επιθυμία που είχα, να πει ο Διονύσης Σαββόπουλος ένα τραγούδι μου, εκπληρώθηκε και αυτή στον προηγούμενο δίσκο όπου είπε δύο τραγούδια μου.

Θα ήθελα να μου πεις την ιστορία του τραγουδιού «Στάγδην βραδέως».

Το «στάγδην βραδέως» είναι ένας ιατρικός όρος και έρχεται από πολύ παλιά, από την εποχή που είχα συναντήσει ένα νοσηλευτή στο στρατό και γίναμε φίλοι. Εκείνος μου είπε αυτή τη φράση και μου έμεινε. Τη θυμόμουν για αρκετό καιρό αφότου είχα απολυθεί. Με γοήτευε η ιδέα, αυτός ο ακατανόητος για έναν λαϊκό άνθρωπο όρος, να μπει σε ένα λαϊκό τραγούδι. Χώρια το ότι η φράση αυτή, τη στιγμή που ειπώθηκε, που όπως σου είπα ήμαστε στο στρατό, εξέφραζε μια κατάσταση. Μου είπε δηλαδή ο φίλος μου: «Δεν περνάνε οι μέρες, να πάρει η ευχή… Στάζουν βασανιστικά σαν τον ορό… Δεν είναι κρουνηδόν. Είναι στάγδην βραδέως!». Μου άρεσαν όλα αυτά και τα έκανα τραγούδι, το οποίο είναι βέβαια ερωτικό.

Πέρα από σημαντικός τραγουδοποιός είσαι και ένας εξαιρετικός ερμηνευτής, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου και σίγουρα πολλών ακόμα. Είχες ποτέ προτάσεις ή σκέψεις να κάνεις ένα δίσκο κρατώντας μόνο αυτό το ρόλο;

Όχι, γιατί όλοι με ξέρουν σαν συνθέτη και τραγουδιστή. Ωστόσο, έχω ερμηνεύσει τραγούδια άλλων, σαν συμμετοχές και θα έλεγα πως και σ’ αυτό είμαι τυχερός, γιατί πιστεύω πως γενικά είμαι τυχερός με αυτά που έχω κάνει. Τραγούδησα, ας πούμε, κομμάτια των Μανώλη Ρασούλη και Πέτρου Βαγιόπουλου τα οποία αγάπησε πάρα πολύ ο κόσμος όπως βλέπω και στις συναυλίες και τα οποία ήταν απ’ τα καλύτερα που έκανε ποτέ αυτό το δίδυμο, γι’ αυτό και λέω πως είμαι τυχερός. Μιλώ βέβαια για το «Βαλς σαν βάλσαμο» και το «Ρώσικά μου μάτια». Γενικά, όταν μ’ αρέσει ένα τραγούδι και με καλούν να το πω, το κάνω με χαρά.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι συναδέρφου σου που να το έχεις ακούσει και να είπες «Αυτό θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ»;

Βέβαια! Τα περισσότερα του Θανάση θα ήθελα να τα έχω γράψει εγώ. Για παράδειγμα, το «Όταν τραγουδάω», τον «Αποσπερίτη», την «Ομίχλη» που λέγαμε προηγουμένως, τον «Πεχλιβάνη»… Κυρίως του Θανάση «ζηλεύω» που είναι πολύ ωραία τραγούδια και φυσικά όλα του Σωκράτη Μάλαμα. Όλα όμως! Ακόμα και αυτά που ο ίδιος δεν γουστάρει πολύ, τα γουστάρω εγώ!

Νίκος Παπάζογλου και Μανώλης Ρασούλης. Ο πρώτος σε έβαλε στη δισκογραφία, με τον δεύτερο συνεργάστηκες σε τραγούδια και επί σκηνής. Έφυγαν και οι δύο νωρίς και κάποιοι είπαν ότι με τον πρόωρο χαμό τους έκλεισε οριστικά μια εποχή. Αν αυτή η περιβόητη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» όντως υπάρχει, τότε εσύ και όσοι άλλοι εντάσσεστε σε αυτήν δεν είστε οι συνεχιστές εκείνης της εποχής;

Πριν από μερικά χρόνια είχα γράψει κάτι στίχους και τους είχα δώσει στο Νίκο Παπάζογλου λέγοντάς του «Νίκο, νομίζω ότι αυτά θυμίζουν την Εκδίκηση της γυφτιάς». Και μου λέει ο Νίκος: «Κακά τα ψέματα, αυτή η στιγμή δεν επαναλαμβάνεται». Δεν ξέρω αν είμαστε οι συνεχιστές τους ή όχι. Αυτό που ξέρω είναι ότι ένας δίσκος ή ένα τραγούδι αποτυπώνει, εκφράζει μια συγκεκριμένη εποχή και καλό είναι να μην επαναλαμβάνεται. Η ζωή τρέχει όπως το νερό. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να ανανεωνόμαστε και να εκφράζουμε την εποχή που ζούμε. Μου έδωσε τότε ο Νίκος ένα μεγάλο μάθημα. Όσον αφορά την περιβόητη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», όντως αυτοί οι άνθρωποι δημιούργησαν μια Σχολή με το ύφος τους, αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. Ήταν και ο Νίκος Ξυδάκης και θα έλεγα πως δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Διονύση Σαββόπουλο που ήταν ο πατέρας αυτών καλλιτεχνικά. Γενικώς, έχω μια απέχθεια σε αυτό που λέμε αγνωμοσύνη και έπαρση. Είμαι τυχερός που συνάντησα αυτούς τους ανθρώπους και θα το λέω πάντα.

Όταν δεν ασχολείσαι με το να φτιάχνεις τραγούδια, τι αγαπάς να κάνεις;

Να παίζω πιάνο. Είναι μια υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να συνεχίσω αυτό το όργανο, το οποίο εγκατέλειψα στα 25 μου για την κιθάρα. Έκτοτε με κέρδισε το τραγούδι κι έτσι έμεινε αυτό σαν μια ξεχασμένη υπόσχεση την οποία θυμήθηκα τώρα στα 50 μου και με χαρά επέστρεψα στο κλαβιέ. Έχω την εντύπωση ότι αυτό θα με φέρει σε έναν άλλο δρόμο συνθετικά. Ήδη κέρδισα δύο τραγούδια με τη συνοδεία του πιάνου στο νέο μου δίσκο. Επειδή αγαπώ τη μουσική με πάθος, θέλω να πειραματίζομαι και να πηγαίνω λίγο παραπέρα. Το πιάνο αυτήν την περίοδο είναι ο μεγάλος μου έρωτας και πιστεύω ότι, παρόλο που είμαι τροβαδούρος και οι τροβαδούροι συνδέονται πάντα με φορητό όργανο, πρέπει να ακούμε και τη φωνή της καρδιάς μας. Πέρα απ’ τη μουσική, αυτό που αγαπάω πολύ είναι να σκάβω! Μ’ αρέσει η κηπουρική, λατρεύω τα λουλούδια. Επίσης, μ’ αρέσει να ακούω τα πουλιά. Γνωρίζω τα περισσότερα είδη από το πώς κελαηδούν, γιατί ο πατέρας μου είχε τη βάρβαρη συνήθεια του κυνηγιού και με έπαιρνε στα βουνά από μικρό.

Όλη αυτήν την κατάσταση που ζούμε με τη λεγόμενη «κρίση» πώς τη βλέπεις; Είσαι αισιόδοξος για το μέλλον;

Μου θυμίζει κάποιον ο οποίος κληρονόμησε ένα μαγαζί απ' τον πατέρα του, αλλά επειδή δεν θέλει να την κάνει αυτή τη δουλειά προσπαθεί να το πουλήσει. Είναι ας πούμε εμποροράφτης, αλλά αυτός θα ήθελε να είναι γκαρσόνι. Θέλει λοιπόν να πουλήσει το εμποροραφείο αλλά δεν το παίρνει κανένας. Οπότε αναγκάζεται να την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά χρειάζεται να την επεκτείνει λίγο την επιχείρηση κι έτσι ζητάει δανεικά. Γνωρίζοντας ο δανειστής ότι αυτός δεν γουστάρει να γίνει εμποροράφτης και να επεκτείνει το εμποροραφείο, τον δανείζει. Εγώ ρωτώ: φταίει αυτός που δανείζει ή αυτός που δανείζεται; Προφανώς αυτός που δανείζει, αφού ξέρει ότι δεν πρόκειται να τα πάρει πίσω. Δηλαδή, αφενός μεν ζούμε 30 χρόνια με δανεικά και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουμε ότι είναι δανεικά και αφετέρου καλούμαστε να επιστρέψουμε ένα υπέρογκο ποσό, το οποίο δεν γνωρίζαμε ότι ήταν δανεικό.

Ωστόσο είμαι φύσει αισιόδοξος. Στη ζωή όλα αλλάζουν και ξεπερνιούνται. Δεν θα είμαστε έτσι για πάντα. Το θέμα είναι πότε θα γίνει αυτό. Πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να αποπληρωθεί, αν αποπληρωθεί ποτέ, αυτό το υπέρογκο ποσό που χρωστά η Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ήταν όλα φυσιολογικά ή εκ του πονηρού ώστε να μας δανείσουν ντε και καλά. Υπήρχε πλάνο και σχέδιο για να πτωχεύσει η Ελλάδα και να βουλιάξουμε οικονομικά; Δεν μπορώ να τα ξέρω αυτά τα πράγματα. Δεν είμαι ούτε οικονομολόγος, ούτε κοινωνιολόγος. Τραγούδια γράφω... Μάλιστα έχω γράψει τραγούδι σχετικά με αυτό το θέμα. Είναι το "Εθνικό έλλειμμα" και το είχα γράψει το 1998, πριν ακόμα και απ' την κρίση του Χρηματιστηρίου. Έχω την εντύπωση ότι με αυτό προσπάθησα να δώσω μια απάντηση σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα.

Φτάνοντας προς το τέλος, θα ήθελα να μας πεις αν θα σε δούμε το καλοκαίρι σε συναυλίες και με ποιο σχήμα.

Το καλοκαίρι θα συνεχίσουμε με τους Human Touch κάνοντας κάποιες ζωντανές εμφανίσεις. Έχω κάνει μια στροφή κατά κάποιο τρόπο φτιάχνοντας ένα μικρό σχήμα ώστε να μπορώ να πηγαίνω και σε χώρους που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να φιλοξενήσουν μεγάλα σχήματα κι έτσι να με ακούν και κάποιοι άνθρωποι σε πόλεις που δεν θα πηγαίναμε αλλιώς. Έτσι, έχουμε φτιάξει ένα τρίο το οποίο θα το καλλιεργήσω γιατί μ’ αρέσει και η αφαίρεση.

Ορφέα σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ!

Αξιολόγηση
Βαθμός άρθρου
9,3 / 10 (σε 3 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα